Στην Ελληνική ιστορία γνωρίζουμε ότι το τραγούδι στον πόλεμο του ’40 έπαιξε καταλυτικό ρόλο εμψύχωσης των Ελληνόπουλων αλλά και του Ελληνικού λαού γενικότερα ενάντια στους φασιστές και κατακτητές της χωράς μας. Μέσα σε αυτό το αισιόδοξο και ηρωικό κλίμα σπουδαίο και καταλυτικό όσο και ηρωικό ρόλο έπαιξαν και τα τραγούδια του Συριανού Απανωχωρίτη ή Απανωσυριανού στα Συριανά ρεμπέτη Μάρκου Βαμβακάρη.

Ολόκληρος ο Ελληνικός λαός από την μια εμψυχώνονταν και αντιστεκόταν και από την άλλη έβρισκε παρηγοριά σε τραγούδια και στίχους όπως «Καιρός πια το μπουζούκι μου στο πλάι να τ’ αφήσω/ να πάρω το ντουφέκι μου να πάω να πολεμήσω./Δε το βαστάω σπλάχνο μου να κάθομαι εδώ πέρα/ και τα παιδιά να πολεμούν ’κεί πάνω νύχτα-μέρα», όπως έγραψε και τραγουδούσε ένας ξεχασμένος σήμερα ρεμπέτης, ο Στέλιος Κερομύτης.

Στέλιος Κερομύτης
Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, η ανάγκη για ακόμα μεγαλύτερη παραγωγή τραγουδιών ήταν τόσο μεγάλη, που η τάση έφερνε τα περισσότερα πολεμικά τραγούδια να γράφονται πάνω σε ήδη γνωστές μελωδίες.
Με τις φωνές τους έδιναν κουράγιο και δύναμη στους Έλληνες που αγωνίζονταν στον πόλεμο του ‘40. Ήταν οι φωνές και τα τραγούδια τους, που ταξίδευαν σε πάρα πολλά μέτωπα ανά την Ελλάδα, εμψυχώνοντας το ηθικό των Ελλήνων που πολεμούσαν για την πατρίδα τους. Σοφία Βέμπο, Δανάη Στρατηγοπούλου, Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Δημητρίου, Κούλα Νικολαΐδου, Ρένα Βλαχοπούλου, Νίκος Γούναρης είναι μερικά από τα ονόματα των τραγουδιστών της εποχής που επισκέπτονταν ραδιοφωνικούς σταθμούς, ακόμη και νοσοκομεία και από εκεί πήγαιναν σε κάποιο χωριό ή μέτωπο, για να τραγουδήσουν αυτά τα θρυλικά πλέον πολεμικά τραγούδια.

«Σ' αυτά τα χρόνια άλλαξε του τραγουδιού η μορφή. Ο έρωτας ξεχάστηκε, μπήκε ξανά στην μπάντα. Και μες σε πόλεις και χωριά και σε κάθε κορφή νέα τραγούδια ακούστηκαν: τραγούδια του σαράντα». Αυτό είναι το τετράστιχο με το οποίο η Σοφία Βέμπο προλόγιζε τα πολεμικά της τραγούδια στις παραστάσεις και τις εκδηλώσεις εκείνου του σκληρού χειμώνα, του 1940- 41.
Παράλληλα με το τραγούδι είναι η εποχή που οι πολεμικές επιθεωρήσεις κάνουν την δική τους αντίσταση. Οι («Πολεμική Αθήνα», «Φινίτο Μπενίτο», «Κορόιδο Μουσολίνι», «Πολεμικές Καντρίλιες» κ.ά.) έχουν απήχηση παντού.








Τα τραγούδια άλλοτε ντύνουν αγαπημένες μελωδίες με επίκαιρους στίχους («Παιδιά της Ελλάδος παιδιά») και άλλοτε είναι νέες συνθέσεις ή σατιρικές παρωδίες βασισμένες σε διεθνείς επιτυχίες, όπως το «Με το χαμόγελο στα χείλη» σε στίχους Γ. Οικονομίδη, που δεν είναι άλλο από την ιταλική μελωδία «Reginella Campagnola» του Eldo di Lazzaro.
Δύο κυρίες και ένας κύριος του Ελληνικού τραγουδιού πρωτοστάτησαν στην μουσική και τραγουδιστική αυτή «αντίσταση». Η μια πασίγνωστη και οι άλλοι δύο δυστυχώς ξεχάστηκαν στη σκόνη του χρόνου και της λήθης.
Αυτό το άρθρο και έρευνα έρχεται να επαναφέρει και να θυμίσει μια ένδοξη και ηρωική μουσική ιστορία αντίστασης και ηρωισμού.
Την Σοφία Βέμπο δεν υπάρχει Έλληνας ή «ξένος» που να μην γνωρίζει αυτήν και τα τραγούδια της. Η Σοφία Βέμπο, μια κοπέλα προερχόμενη από λαϊκή οικογένεια, αυτοδίδακτη, ξεχώρισε πολύ νωρίς για τη φωνή και κυρίως την εκφραστικότητά της στη σκηνή. Τραγούδησε ενέπνευσε και εμψύχωσε αλλά και ειρωνεύτηκε άφοβα με τα τραγούδια της τους κατακτητές και φασίστες που επιτέθηκαν στην Ελλάδα.


Υπήρχε άλλη μια σπουδαία κυρία και ιστορική μορφή, η Δανάη Στρατηγοπούλου, μια κυρία προερχόμενη από λόγιο περιβάλλον, με καλές μουσικές σπουδές, μεγαλωμένη σε ένα σπίτι όπου κυριαρχούσαν οι τέχνες, ξεχώρισε στην πίστα και το βαριετέ του Ελληνικού τραγουδιού της εποχής εκείνης που ως μούσα και επαναστάτρια εφάμιλλη αλλά και διαφορετική από την μεγάλη Βέμπο «πολέμησε» με όπλο το ελαφρύ ρεμπέτικο κατά του κατακτητή.


Το «Το αηδόνι του Αττίκ» ή «Το βαρύ πυροβολικό της θρυλικής Μάντρας του Αττίκ», όπως χαρακτήριζαν την Δανάη Στρατηγοπούλου, τραγουδούσε σε νοσοκομεία και συμμετείχε ακόμα και στην Εθνική Αλληλεγγύη και την Αντίσταση.

Η διάφορα μεταξύ της Σοφίας Βέμπο και της Δανάης Στρατηγοπούλου ήταν ότι η Βέμπο τραγούδησε αμιγώς «αντιστασιακά» τραγούδια ενώ η Δανάη απλά έμεινε στο κλασικό «ελαφρύ ρετρό» ρεπερτόριο της και με αυτό περιόδευε σε νοσοκομεία, στρατόπεδα και όπου άλλου, κάνοντας συναυλίες αλληλεγγύης και εμψύχωσης.
Παράλληλα η Βέμπο ζούσε τον δικό της μοναδικό θρίαμβο όπου τη χρειάζονταν.

Και οι δυο ήταν οι αγαπημένες ερμηνεύτριες των Ελλήνων στα δύσκολα εκείνα χρόνια του πολέμου. Δεν ήταν όμως μόνο η Σοφία και η Δανάη που έκαναν αυτήν την μουσική και τραγουδιστική «αντίσταση» στους κατακτητές.
Υπάρχει ένα ιστορικό γεγονός που για καιρό ήταν ξεχασμένο. Στον «Αγώνα» είχε μπει και μάλιστα από νωρίς ο Συριανός Ρεμπέτης Μάρκος Βαμβακάρης γράφοντας ο ίδιος και τραγουδώντας μοναδικά τραγούδια που όχι μόνο εμψύχωναν τα φανταράκια μας που πολεμούσαν στα Ελληνοαλβανικά σύνορα αλλά και αυτό είναι το συνταρακτικό χρησιμοποιήθηκαν με ένα απίστευτα έξυπνο τρόπο σε μια μοναδική για την ιστορία εξέγερση ενάντια στους Γερμανούς.
Αυτό ακριβώς το μοναδικό στην ιστορία γεγονός καταγράφηκε σε μια εξέγερση (την μοναδική εξέγερση που πραγματοποιήθηκε πότε ενάντια στους Γερμανούς επί των ημερών της παντοδυναμίας τους) και όλα αυτά με ελληνικό χρώμα και με μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη που λίγοι γνωρίζουν.

Όπως σας γράφω αρχικά, κατά την διάρκεια του Ελληνοιταλικού πολέμου πολλά τραγούδια γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν εκείνη ακριβώς την περίοδο με σκοπό την εμψύχωση και την εξύμνηση των ηρωικών κατορθωμάτων της εποποιίας των Ελλήνων στρατιωτών που πολεμούσαν στα μέτωπα της Αλβανίας. Με αυτά τα τραγούδια από την μια με την μουσική και από την άλλη με τους στίχους έπαιρναν δύναμη και αντλούσαν διάθεση, θάρρος και αντοχή οι στρατιώτες αλλά και ο απλός λαός που βοηθούσε στις κακουχίες των παγωμένων βουνών του μετώπου άλλα με αυτά επίσης ο άμαχος πληθυσμός που δοκιμαζόταν από τις συνέπειες του πόλεμου διακωμωδούσε με τον πλέον ηρωικό και ειρωνικό τρόπο τους Ιταλούς επιδρομείς.
Τα πιο γνωστά τραγούδια ήταν φυσικά τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν και θυμούνται ότι ο πατριάρχης του ρεμπέτικου ο Συριανός Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε τρία τραγούδια που εξυμνούν τα ηρωικά φανταράκια που πολεμούσαν στο μέτωπο άλλα όπως έκανε και η Σοφία Βέμπο κορόιδευε με εξίσου ειρωνικούς και απαξιωτικούς στίχους τον Μουσολίνι.
Τα τραγούδια αυτά όμως χρησιμοποιήθηκαν και για ένα ακόμα πιο ιερό και ηρωικό σκοπό. Χρησιμοποιήθηκαν τραγουδισμένα με αλλαγμένους στίχους και κώδικες λέξεις και φράσεις για να οργανωθεί μια εξέγερση ενάντια στους Ναζί βασανιστές και εγκληματίες στο κολαστήριο του Άουσβιτς.
Το μοναδικό αυτό ντοκουμέντο και ιστορία έγινε γνωστό από μαρτυρίες και ημερολόγια που βρέθηκαν αργότερα από επιζώντες του στρατοπέδου όπως αυτή του Ιταλού διανοούμενου Πρίμο Λέβι (Primo Levi), που βρέθηκε και ο ίδιος έγκλειστος στο κολαστήριο του Άουσβιτς και επιβεβαιώνει την γενναία εξέγερση των Ελλήνων κρατουμένων στις 7 Οκτωβρίου 1944 μέσα στο εφιαλτικό στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί.



Μια άλλη τεκμηριωμένη μαρτυρία βρίσκεται στο βιβλίο του Λεών Κοέν (είναι Λεών το όνομα του…) «Οι αναμνήσεις ενός Θεσσαλονικέα Sonderkommando από τα κολαστήρια του Μπίρκεναου - «Από την Ελλάδα στο Μπικερνάου. Η εξέγερση των εργατών στα κρεματόρια». Ο Λεών Κοέν ήταν ήταν από τους οργανωτές της εξέγερσης που θα διαβάσετε στην συνέχεια.

Μια ακόμα σοβαρή μαρτυρία είναι του Σλόμο Βενέτσια που βρέθηκε να ζει στην Ρώμη και ήταν και αυτός ένας από του 29 επιζώντες όπως θα δούμε παρακάτω της εξέγερσης.



Οι Έλληνες μέσα στο στρατόπεδο ήταν η πιο συμπαγής εθνική ομάδα και η πιο πολιτισμένη. Τους διέκρινε ένα πνεύμα αλληλεγγύης, μια απέχθεια στη βία και μια ιδιαίτερη και ευγενική προσπάθεια για επιβίωση μέσα από μια ξεχωριστή αξιοπρέπεια.



Τα γεγονότα
Από τα ευρεθέντα λοιπόν ημερολόγια γνωρίζουμε ότι στις 7 Οκτωβρίου 1944 κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μια ομάδα Ελλήνων και Εβραίων που κρατούνταν φυλακισμένοι στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς - Μπίρκεναου οργάνωσε μια εξέγερση - τη μοναδική έως σήμερα στο είδος της στα χρονικά όλων των ναζιστικών στρατοπέδων και τεκμηριωμένη - ενάντια στους Ναζί φύλακες η οποία είχε ένα τέλειο σχεδόν και οργανωμένο σχέδιο - αν και παραμένει άγνωστο από ποιον προδόθηκε την τελευταία στιγμή.
Μέσα σε αυτά τα στρατόπεδα η συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων αιχμαλώτων φυλακισμένων που μαρτυρούσαν εκεί μέσα δεν ήταν καθόλου εύκολη. Έτσι λοιπόν εφεύρισκαν διάφορους τρόπους για να συζητούν αλλά και να ανταλλάσσουν μηνύματα μεταξύ τους.
Αυτοί οι τρόποι ήταν απίστευτα ευφάνταστοι και απίθανοι και ήταν εφεύρεση των Ελλήνων αυτός ο τρόπος. Το βασικό σχέδιο ήταν να μην καταλάβουν οι φύλακες ότι συζητούν μεταξύ τους και το σπουδαιότερο ότι ανταλλάσσουν μηνύματα. Ένας λοιπόν από αυτούς του πανέξυπνους τρόπους ήταν … τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη.
Γιατί όμως τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη; Διαβάστε παρακάτω και θα καταλάβετε. Ένα από τα τραγούδια αυτά είμαστε σίγουροι πως ήταν το τραγούδι που είχε τον τίτλο «Γεια σας φανταράκια μας».
και ήταν και ένα παλιό γνωστό τραγούδι του Μάρκου διασκευή του γνωστού “ΤΟ ΚΑΡΑΝΤΟΥΖΕΝΙ” όπου η μελωδία και ο ζεϊμπέκικος ρυθμός παρέμεναν ολόιδια άλλα με αλλαγμένους στίχους αναφέρεται και εμψυχώνει τα φανταράκια που πολεμούσαν στα παγωμένα βουνά της Αλβανίας κάτω από αντίξοες και απάνθρωπες συνθήκες νικώντας την Ιταλική πολεμική μηχανή μόνο με την ψύχη και τον ηρωισμό τους.
Το τραγούδι αυτό καθώς και ένα δύο ακόμα συνθέσεις του Μάρκου Βαμβακάρη όπως θα διαβάσετε παρακάτω δεν ήταν απλά μια διασκευή αλλά... στην περίπτωση των Ελλήνων του Άουσβιτς χρησίμευε ως ένας κώδικας όπου στους στίχους περιείχαν πληροφορίες για την μοναδικά στα χρονικά καταγεγραμμένη εξέγερση όλων των ναζιστικών στρατοπέδων.
Με το τραγούδι αυτό του Μάρκου Βαμβακάρη ως φαινομενικά μια απλή ρεμπέτικη μελωδία οι Έλληνες και Εβραίοι αιχμάλωτοι - μελλοθάνατοι- του Άουσβιτς το τραγουδούσαν, με αλλαγμένους κωδικοποιημένους στίχους. Ήταν το τέλειο κόλπο που μόνο Έλληνες θα μπορούσαν να φανταστούν.
Οι Γερμανοί δεν ήξεραν φυσικά Ελληνικά. Άκουγαν απλά ένα τραγούδι τραγουδισμένο με πικρή φωνή από τους ετοιμοθάνατους αιχμάλωτους. Κάτι απόλυτα συνηθισμένο και φυσιολογικό. Σε ποιου το μυαλό θα έμπαινε (ειδικά αν δεν ήξερε τη γλώσσα) ότι μέσα στο τραγούδι των πονεμένων ετοιμοθάνατων τροφίμων υπήρχαν κωδικοί ενημέρωσης για μια εξέγερση. Όλοι νόμιζαν πως απλά τραγουδούσαν τον πόνο τους ή διασκέδαζαν την πείνα και τις κακουχίες τους.
Γιατί όμως τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη και όχι της Σοφίας Βέμπο που ήταν και πιο γνωστά τα ήξεραν όλοι και προφανώς πιο ευκολοτραγούδιστα θα επιμένετε στην απορία σας.
Να η απάντηση.
Ακριβώς γατί τα τραγούδια της Βέμπο ήταν γνωστά… για αυτόν τον λόγο δεν το έκαναν. Οι μελωδίες και τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο ηταν ήδη γνωστά και στους Ιταλούς και στους Γερμανούς. Σε όλο τον κόσμο εκείνη την εποχή (και φυσικά και στους Γερμανούς) ήξεραν τις μελωδίες και ήξεραν το αντιπολεμικό σατυρικό περιεχόμενο τους
Τα τραγούδια όμως του Μάρκου δεν τα ήξεραν. Οπότε άνετα μπορούσαν και να τα τραγουδήσουν και να αλλάξουν τους στίχους χωρίς οι Γερμανοί να καταλάβουν την διαφορά.
Σε πολλά στρατόπεδα το τραγούδι απαγορευόταν. Για κάποιο λόγο, ίσως λόγο της αλαζονείας όμως των φυλάκων του Άουσβιτς ενδεχομένως δεν τους «πονήρεψε» να απαγορέψουν το τραγούδι και στο δικό τους στρατόπεδο.
Μέσα στον ορυμαγδό και το θανατικό περιβάλλον που ζούσαν, οι Έλληνες είχαν ανακαλύψει τέτοιους έξυπνους μηχανισμούς συνεννόησης. Τραγουδώντας στα Ελληνικά τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη με αλλαγμένους στίχους και σε αυτούς χρησιμοποίησαν κωδικές λέξεις και φράσεις που περιείχαν πληροφορίες για το σαμποτάζ που ετοίμαζαν.
Έτσι οι Έλληνες που εργάζονταν στα κρεματόρια τραγουδώντας την ώρα που εργάζονταν επικοινωνούσαν μεταξύ τους μεταδίδοντας τα σχέδιο της δράσης των απ' άκρη σε άκρη σε όλο το στρατόπεδο.
Με τον ίδιο τρόπο συνεννοούνταν μεταφέροντας μυστικά μηνύματα όχι μόνο για το σαμποτάζ που ετοίμαζαν άλλα και μηνύματα αλληλεγγύης και συμπαράστασης με το γειτονικό «Canada Κομάντο» που ήξεραν ότι εργάζονταν πολλές Ελληνίδες που ως εργασία τους είχαν την διαλογή των ρούχων.

Το χειρότερο όμως που ελάχιστοι γνώριζαν ακόμα και από τους αιχμάλωτους στο Άουσβιτς ήταν ότι στο στρατόπεδο των γυναικών διεξάγονταν μυστικά πειράματα πάνω στις γυναίκες.
Είναι γνωστή η ιστορία του Γιόζεφ Μένγκελε, μετονομαζόμενος από τους αιχμάλωτους του Άουσβιτς ως ο «Άγγελος του Θανάτου», που με τα διεστραμμένα ιατρικά του πειράματα, ευθύνεται για τον θάνατο 40 χιλιάδων αθώων στο κολαστήριο του Άουσβιτς.

Η εξέγερση όπως γράφω παραπάνω αφορούσε το «Κομάντο» στα Γερμανικά, δηλαδή μια ομάδα εργασίας των Ελλήνων και οργανώθηκε αποκλειστικά από Έλληνες με ένα σχεδόν τέλεια οργανωμένο σχέδιο. Η ιστορία της εξέγερσης και την τύχη της μέσα από τις μαρτυρίες που την έζησαν μας την διηγηθήκαν είτε μέσα από τα ημερολόγια τους που βρέθηκαν αργότερα, είτε από συνεντεύξεις που δόθηκαν πολλά χρόνια μετά που άνοιξαν τα τρομοκρατημένα στόματα.
Η εξέγερση του στρατοπέδου του Άουσβιτς, έγινε από τους κρατούμενους εργάτες του κρεματορίου που δούλευαν εκεί. Τα κρεματόρια στο Άουσβιτς ήταν πέντε και ήταν ξεχωριστά. Καμία φορά όμως όταν υπήρχε «φόρτος εργασίας» δουλεύανε μαζεμένα. Ιδίως στους τελευταίους μήνες του Άουσβιτς. «Η διαφορά τους με τους υπόλοιπους ήταν ότι δεν είχαν καμία επαφή οι άνθρωποι του με τους άλλους», αποκαλύπτει ο Χάϊντζ Κούνιο, όμηρος στα γερμανικά στρατόπεδα εξόντωσης, θυμάται ο Χάϊντζ Κούνιο.


Η εξέγερση της 7ης Οκτωβρίου 1944, σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από μέλη του «Ζόντερκομάντο», που σημαίνει «Ειδική Ομάδα Εργασίας». Η ειδική αυτή ομάδα εργασίας αποτελούνταν από Εβραίους που έπρεπε να βάλουν μέσα στους φούρνους τους δικούς τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τη ναζιστική ιδεολογία, έπρεπε να φανεί ότι οι Εβραίοι σκύβουν σε κάθε ταπείνωση, ακόμα και στην καταστροφή τους.
Δώδεκα τέτοια «Ζόντερκομάντο», δούλευαν διαδοχικά στο Άουσβιτς. Το καθένα για λίγους μόνο μήνες. Ο λόγος που δούλευαν τόσο λίγο είναι φρικιαστικός.

Όταν τελείωνε η θητεία του παλιού «Ζόντερκομάντο» το νέο Κομάντο έκαιγε τα πτώματα των προηγουμένων, αφού κανένας τους δεν έπρεπε να επιζήσει ώστε να αποκαλύψει το φρικτό μυστικό εξόντωσης μέσα στα κρεματόρια. Με τον τρόπο αυτό ελέγχονταν και κάθε επιθυμία να εξεγερθούν, και για αυτό παρέμεναν απομονωμένοι από το υπόλοιπο στρατόπεδο.
Αλλά και σε αυτό ο πολυμήχανος ελληνικός νους βρήκε λύση.
Οι Έλληνες τραγουδώντας δήθεν τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, με αλλαγμένους στίχους, φρόντιζαν να μεταδοθεί στο γειτονικό «Canada Κομάντο», όπου γινόταν διαλογή των ρούχων και όπου γνώριζαν ότι εργάζονταν αρκετές Ελληνίδες, τι γινόταν μέσα στα κρεματόρια.
Με αυτόν τον τρόπο είχαν υποκινηθεί άλλες δυο απόπειρες εξέγερσης τον Ιούλιο και Οκτώβριο της ιδίας χρονιάς από δύο μόνιμους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, που είχαν συλληφθεί μετά την επιστροφή τους από το αλβανικό μέτωπο.
Αυτοί ήταν ο Ιωσήφ Βαρούχ που συνελήφθη στα Γιάννενα και ο Λαρισαίος Ανθυπολοχαγός Αλβέρτος Ερέρα από τη Λάρισα.

Ιωσήφ Βαρούχ

Αλβέρτος Ερέρα
«Ο τακτικός αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο Ερέρα, που ήταν και αυτός μέλος του Ζόντερκομάντο, κουβαλούσε τις στάχτες των νεκρών, τις οποίες έχυναν στη μικρή λιμνούλα που ήταν κοντά στα κρεματόρια. Κάποια στιγμή ο Γερμανός ο οποίος τον συνόδευε, κάτι του είπε και θύμωσε μαζί του και του έδωσε μια με την αξίνα στο κεφάλι και τον σκότωσε», αποκαλύπτει ο Χάϊντζ Κούνιο.
Ο Ερέρα αν και πληγωμένος, κατάφερε να διαφύγει στο γειτονικό δάσος, μέχρι να τον ανακαλύψουν τα σκυλιά των SS. Αφού τον βασάνισαν και τον έγδαραν ζωντανό, τον έριξαν στους φούρνους μπροστά στα μάτια των υπολοίπων.
«Οι Έλληνες του στρατοπέδου μετά το γεγονός αυτό ηρωοποίησαν τον Έλληνα αξιωματικό που κατάφερε να σκοτώσει έστω και 2 μέλη των SS», έλεγε ο διασωθείς Ερρίκος Σεβίλλιας από την Αθήνα και τον έκαναν σύμβολο.

Ερρίκος Σεβίλλιας
Και αυτό το γεγονός ήταν το εφαλτήριο που έκανε τους κρατούμενους να πιάσουν εκ νέου το σχέδιο για εξέγερση που είχαν αφήσει στη μέση.
Οι Έλληνες κατόρθωσαν να προμηθευτούν πολύ καλές ποσότητες δυναμίτη, από 4 γυναίκες που εργάζονταν στο γειτονικό εργοστάσιο της «Union» που βρισκόταν μέσα στο στρατόπεδο. Μια από αυτές μάλιστα ήταν Ελληνίδα και την έλεγαν Σάρα.
Και φτάνουμε στην κρίσιμη ημερομηνία στις 7 Οκτωβρίου 1944, ημέρα Σάββατο όπου οι Γερμανοί ξεκινούν τη συλλογή 200 αντρών Ελλήνων και Ούγγρων, που είχαν επιλεγεί για εξόντωση στους φούρνους. Το μάζεμα γινόταν με ονομαστικούς καταλόγους όπου φώναζαν τα ονόματα και οι άνθρωποι έπαιρναν μια θέση στο προαύλιο του στρατοπέδου.
Πέρασε η πρώτη επιλογή και κατά τις 02:30 το μεσημέρι, μια ομάδα των SS έφτασε με ονομαστικούς καταλόγους και αρχίζει να εκφωνεί τη δεύτερη διαλογή. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διαβάζουμε στα ημερολόγια, τα γεγονότα διαδραματίστηκαν ως εξής:

Όταν άρχισαν να εκφωνούν, τα ονόματα των Ελλήνων, κανείς δεν απάντησε.
Σε κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή. Πιθανόν του Ιωσήφ Βαρούχ στα ελληνικά: «Θα γίνει, ναι ή όχι ρε το ντου που λέγαμε;». Αμέσως οι κρατούμενοι όρμησαν στους Γερμανούς φρουρούς, τους αφόπλισαν και οχυρώθηκαν μέσα στο «Κρεματόριο 3», με τα λίγα όπλα που διέθεταν, αναμένοντας από τους συντρόφους τους να κινηθούν.
Δυστυχώς, αν και μυημένοι στο σχέδιο της εξέγερσης, οι άντρες στα άλλα κρεματόρια δεν κινήθηκαν, γιατί ο αιφνιδιασμός είχε χαθεί. Μόνο η ομάδα του «Κρεματορίου 2», κινητοποιήθηκε ενστικτωδώς, στο άκουσμα των πρώτων πυροβολισμών.
Προσέξτε κάτι πολύ σημαντικό.
Κάποιοι επιζώντες υποστηρίζουν ότι το σχέδιο της εξέγερσης προδόθηκε την τελευταία στιγμή, άγνωστο από ποιον.
Κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό. Για δυο λόγους. Ο ένας και ο πιο συνηθισμένος γενικότερα ήταν ότι οι φυλακές στα κρεματόρια είχαν τους πληροφοριοδότες τους. Τους Ρουμάνους. Σε αυτούς υπόσχονταν συνήθως την πιο πολύτιμη πληρωμή αν τους έδιναν μια καλή πληροφορία. Και αυτή ήταν η ίδια τους η ζωή. Ότι θα επιζούσαν. Φυσικά αυτό ήταν ένα τεράστιο τραγικό ψέμα αφού μετά το «δόσιμο» της πληροφορίας ο δοσίλογος εκτελούταν χωρίς οίκτο από τους Γερμανούς.
Ο άλλος (που ελπίζουμε να μη ισχύει) είναι η γνωστή προδοτική συμπεριφορά που αναδεικνύουν συχνά οι Έλληνες ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές..
Έτσι λοιπόν οι φρουροί δεν αιφνιδιάστηκαν όπως είχαν υπολογίσει οι εξεργεθέντες. Αυτό οδήγησε όχι μόνο στην αποτυχία άλλα και σε μια σφαγή εκατοντάδων δύστυχων κρατούμενων. Παρ' όλα αυτά οι κρατούμενοι κάτι κατάφεραν. Τον επικεφαλή του στρατοπέδου ο οποίος ήταν ένας κτηνώδης εγκληματίας και ένα στρατιώτης των SS, όπως θυμούνται οι επιζώντες τους πέταξαν ζωντανούς στους φούρνους. Ένας άλλος στρατιώτης ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου.
Όμως μέσα σε λίγη ώρα ισχυρές δυνάμεις της φρουράς του στρατοπέδου με πολυβόλα και σκυλιά, περικύκλωσαν την περιοχή και ξεκίνησε μια ηρωική, αλλά, απελπιστικά άνιση μάχη.


Οι κρατούμενοι προσπάθησαν να κόψουν τα συρματοπλέγματα, ώστε να μεταφερθεί η εξέγερση και στο γειτονικό στρατόπεδο. Βλέποντας το μάταιο της αντίστασης, ανατίναξαν το «Κρεματόριο 4» με δυναμίτη και επιχείρησαν να διαφύγουν στο δάσος.
Οι περισσότεροι έπεσαν από τα καταιγιστικά πυρά, ενώ οι υπόλοιποι που πιάστηκαν εκτελέστηκαν επί τόπου.



Οι Έλληνες από τα άλλα κρεματόρια, αλλά και το γειτονικό «Canada Κομάντο», παρακολουθούσαν τα γεγονότα με δέος, ανήμποροι να αντιδράσουν. Μπόρεσαν όμως να ξεχωρίσουν μέσα στους κρότους και τα ουρλιαχτά, τα λόγια του Ελληνικού Εθνικού Ύμνου που τραγουδούσαν οι άμοιροι Έλληνες που σφαζόταν γαζωμένοι από τα πυροβόλα.
«Έστω και δια ολίγα λεπτά, ευρέθησαν ελεύθεροι», έλεγε αργότερα ένας από τους διασωθέντες ο Νατζέλ Ματζαρί.
Μια ομάδα οχυρώθηκε, σε έναν αχυρώνα, κοντά στο χωριό Ραϊσκο.
Όταν τα SS έφτασαν εκεί απλά και ψυχρά έβαλαν φωτιά στον αχυρώνα και τους έκαψαν ζωντανούς. Ελάχιστοι μπόρεσαν να διαφύγουν. Ένας από αυτούς ήταν ο Ισαάκ Βενέτσια, που αργότερα ενώθηκε ξανά με τους συντρόφους του και από αυτόν μαθαίνουμε πολλά από την απίστευτη αυτή ιστορία.
Σε λίγες ώρες τα πάντα είχαν ηρεμήσει. Η εξέγερση είχε τελειώσει. Για την ακρίβεια είχε πνιγεί στο αίμα.


Η περιοχή είχε γεμίσει πτώματα. Τα σώματα περίπου 250 νεκρών, μεταφέρθηκαν μπροστά στο εγκαταλελειμμένο «Κρεματόριο 4», ενώ ακόμα 200 από τους εξεγερμένους, που είχαν συλληφθεί, εκτελέστηκαν κατά δεκάδες επί τόπου.
Οι απώλειες των Γερμανών SS, ήταν 3 υπαξιωματικοί νεκροί και 14 τραυματίες. «Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες, που δούλευαν ως Ζόντερκομάντο, που δεν ακολούθησαν μεν την εξέγερση αλλά εξεγερθήκανε και αυτοί, είχαν υψώσει και ελληνικές σημαίες, από κουρέλια. Που βρήκαν το μπλε δεν το ξέρω, αλλά το άσπρο, υπήρχε από τα σεντόνια και κάτι βρώμικα καλύμματα που είχαμε και έφτιαξαν ελληνικές σημαίες», αφηγείται ο Χάϊντζ Κούνιο...
Την επόμενη μέρα τα 450 θύματα αποτεφρώθηκαν στα κρεματόρια από τους 198 εναπομείναντες συντρόφους τους. Από τους Έλληνες μόνο 26 είχαν επιζήσει. Άλλες μαρτυρίες λένε ίσως και για λίγο περισσότερους.
Ο επίλογος της εξέγερσης του Άουσβιτς γράφτηκε στις 2 Ιανουαρίου 1945, όταν ανακαλύφθηκαν ποιες ήταν οι 4 κρατούμενες γυναίκες του γειτονικού εργοστασίου της Union, που είχαν προμηθεύσει τους Ζόντερκομάντος, με δυναμίτη.
Αργότερα μάθαμε και τα ονόματα τους. Ήταν οι Ella Gartner, Regina Safir, and Estera Wajsblum, οι οποίες εργάζονταν στη Union και έκλεβαν το δυναμίτη.




Η Ελληνίδα κρατούμενη (Σάρα) κατά ένα παράξενο τρόπο χάθηκε και δεν αναφέρεται πουθενά σε σχέση με την κλοπή των πυρομαχικών, ούτε σε μαρτυρίες ούτε στα αρχεία του στρατοπέδου. Άγνωστος ο λόγος…
Οι καημένες γυναίκες απαγχονίστηκαν μπροστά στις συγκρατούμενες τους. Μοναδική περίπτωση στα χρονικά των στρατοπέδων, αφού οι Γερμανοί δεν απαγχόνιζαν γυναίκες σύμφωνα με μαρτυρία του Χάϊντζ Κούνιο. Τέτοια ήταν η μανία και η εκδικητικότητα τους ενάντια στην εξέγερση.
Όλοι αυτοί οι ήρωες άνδρες και γυναίκες ήταν Έλληνες και λίγα λεπτά πριν γαζωθούν από τα πυροβόλα των Ναζί έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο, ανεμίζοντας ένα κομμάτι ριγέ ύφασμα από τις στολές τους μιμούμενοι την ελληνική σημαία, θυμίζοντας το δίχως άλλο, παλαιότερα παραδείγματα της ελληνικής ιστορίας, όπως έγινε κατά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου και την ανατίναξη στο Κούγκι και το Αρκάδι, και άλλες παρόμοιες ηρωικές σελίδες της εθνικής μας ιστορίας.
Κάπως έτσι έγιναν τα γεγονότα αγαπημένοι συμπολίτες μου.
Με την έρευνα μου ανακάλυψα ότι πολλές φορές τα γεγονότα από την μια μαρτυρία στην άλλη τα λένε κάπως αλλιώς. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι οι άνθρωποι που προσπαθούσαν να θυμηθούν τα γεγονότα πολλές φορές έχουν συγκεχυμένη άποψη ή κάποιες άλλες φορές δεν θυμούνται τα γεγονότα και μπερδεύονται λόγω γήρατος ή ακόμα και από ψυχολογικής απόψεως ή πιέσεως που ασυνείδητα τους κάνει να μην θέλουν να θυμούνται κάποιες φρικιαστικές στιγμές από την ζωή τους σε αυτήν την κόλαση.
Εν κατακλείδι όμως το γενικό συμπέρασμα και ιστορικό αποτέλεσμα είναι αυτό όπως το περιγράφω παραπάνω και είναι καταγεγραμμένο ιστορικά. Ως εκ τούτου… Αν υπάρχουν λάθη και ανακρίβειες αυτές προέρχονται από τις ενδεχομένως λάθος μαρτυρίες που έχουν φτάσει σε εμάς ως σήμερα πράγμα συνηθισμένο και απόλυτα (φυσιο-)λογικό στην καταγραφή της ιστορίας.
Ένα πράγμα δεν πρέπει να ξεχάσουμε από ολη αυτήν την ιστορία.
Ξεκίνησαν να τραγουδούν… Μετά έπεσαν στην άνιση μάχη. Και τέλος… «Eστω και διά ολίγα λεπτά ευρέθησαν ελεύθεροι»
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Το Τραγούδι - Γεια σας φανταράκια μας
Οι στίχοι του τραγουδιού:
Γεια σας φανταράκια μας, πέρα στην Αλβανία,
(Που) πολεμάτε με καρδιά με μπέσα και μ’ ανδρεία
Κι εσύ βρε πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις
Το θάνατο στους Ιταλούς, καθημερνώς σκορπίζεις
Τους έχεις κόψει τα φτερά, τους έκανες αμπαράλια
Τον Ντούτσε τον ξευτέλισες, τον έχεις κάνει χάλια
Τζιάνο γι’ αυτό π’ έκανες, γοργά θα μετανιώσεις
Σαν θα σε πιάσει ο εύζωνας, όλα θα τα πληρώσεις
Το Τραγούδι - «Βρε Γρουσούζη Μουσολίνι»
«Βρε γρουσούζη Μουσουλίνι
πού 'ν' τα τόσα μεγαλεία
Πού 'ταζες κάθε λιγάκι
στην καημένη Ιταλία
Την ετάραξες στην πείνα
κι είναι πια ξελιγωμένη
Μοναχά η δική σου τσέπη
είναι παραφουσκωμένη
Τα καημένα τα παιδιά της
δεν τολμούν να πούν κουβέντα
τους εράψατε το στόμα
συ ο Τζιάνος και η Έλντα
Μουσουλίνι άλλαξε γνώμη
έλα πια στα σύγκαλά σου
γιατί έφτασε η ώρα
να τινάξεις τα μυαλά σου»
Το Τραγούδι – «Το Όνειρο Του Μπενίτο»
Το τραγούδι αυτό δεν είναι του Βαμβακάρη ωστόσο όμως τον ακούμε να το τραγουδά ο ίδιος.
Συνθέτης Περιστέρης Έτος ηχογρ. 1941
Στο χαβά του «Αντώνη του βαρκάρη».
ΣΤΙΧΟΙ:
Ο Μπενίτο κάποια νύχτα ζαλισμένος, είδ' όνειρ' ο καημένος,
πως βρισκόταν στην Αθήνα σε μια φίνα λιμουζίνα.
Μα σα ξύπνησε και ρίχνει ένα βλέμμα, είπε κρίμα να' ναι ψέμμα,
ένα τέτοιο μεγαλείο, βρε παιδιά δεν είν' αστείο.
Φέρτε πένα διατάζει και μελάνι, τηλεσίγραφο μας κάνει,
μα του λέμε εν τω άμα, αν βαστάς κάνε το τάμα.
Δεν περάσανε παρά ολίγες μέρες κι οι θαυματουργές μας σφαίρες,
το τσαρούχι κι η αρβύλα κάνουν στο Μπενίτο νίλα.
Βρε Μπενίτο μη θαρρείς για μακαρόνια τα ελληνικά κανόνια,
τα 'χουν χέρια δοξασμένα παλληκάρια αντρειωμένα.




Πηγές: Προσωπικές έρευνες – το Βιβλίο του Λεών Κοέν Οι αναμνήσεις ενός Θεσσαλονικέα Sonderkommando από τα κολαστήρια του Μπίρκεναου - «Από Την Ελλάδα στο Μπικερνάου. Η Εξέγερση των εργατών στα κρεματόρια. - Το βιβλίο "Greeks in Auschwitz - Birkenau" και το ντοκιμαντέρ με τίτλο «The Revolt of the Greek Jews» που βασίστηκε στην έρευνα της Φωτεινής Τομαή, διευθύντρια των Ιστορικών Αρχείων του Υπουργείου Εξωτερικών. Τα βιβλία που αναφέρονται και εμφανίζονται στο κείμενο του άρθρου και βίντεο:
Το Ντοκιμαντέρ
Η εξέγερση των Ελλήνων Εβραίων στο Άουσβιτς
Παναγιώτης Κουλουμπής
Syros stories




