Μια μορφή που έχει μείνει αξέχαστη στις θύμησες των Συριανών αλλά και συγχρόνως μια προσωπικότητα που άφησε το στίγμα της στην παλιά Σύρο και τον θυμούνται όλοι με στοργή, αγάπη και σεβασμό.
Σπάνιας και μοναδικής αξίας φωτογραφικά κειμήλια που θα γράψουν και θα σηματοδοτήσουν την δική τους ιστορία στην λαογραφική κειμενογραφία και αρθρογραφία της Σύρου.
Μια από τις πιο κλασικές αλλά και ρομαντικές φιγούρες της παλιάς Σύρου ήταν ο περίφημος... Μπιτζίλος ο «φιστικάς». Ο φιστικάς της ιστορίας μας ήταν πρώτα από όλα ένας καλός άνθρωπος. Ηθικός, βιοπαλαιστής και δουλευτάρας αλλά και εκείνος που με τα φιστίκια του κατάφερε να διασκεδάζει τους θαμώνες των μαγαζιών, καφενείων μπουζουξίδικων αλλά και τους απλούς περαστικούς και περιπατητές της Ερμούπολης.

Ο λόγος για τον Γιάννη Καλόγερα ή Μπιτζίλο. Έναν άνθρωπο βιοπαλαιστή που κατάφερε με τα φιστίκια του να στήσει μια θαυμάσια χαρούμενη και δημιουργική δουλειά και μια οικογένεια αλλά και ένα κραταιό και δυναμικό κέντρο διασκέδασης που έμεινε διάσημο και διαχρονικό στην ιστορία της Συριανής διασκέδασης.
Ο Μπιτζίλος ήταν το ένα από τα τρία αδέλφια που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Σύρο. Ο άλλος αδερφός ήταν ο Δημήτρης και ο άλλος ο Παντελής. Είχαν και μία αδερφή την Κατίνα.



Έμενε στον Άγιο Παντελεήμονα και από μικρός μπήκε στην βιοπάλη. Φτωχή οικογένεια. Ο παππούς είχε μια «βαρέλα» και πουλούσε νερό.



Είχε και ένα κτηματάκι στον Άγιο Παντελεήμονα. Ακριβώς απέναντι από την Εκκλησία. Το κτηματάκι αυτό το είχανε καφενείο και ήταν δικό τους. Σε μια αυλή ζούσαν τρεις οικογένειες. Δίπλα στο καφενείο.

Ξεκίνησε δουλεύοντας γύρω-γύρω αλλά γρήγορα μπήκε στην δουλειά του καφενείου ως που ανέλαβε όλο το καφενείο μόνος του. Και εκεί κάπου σκέφτηκε το επάγγελμα που θα του έδινε τα προς το ζην αλλά και χωρίς να το ξέρει και να το φανταστεί πότε στην ζωή του, το επάγγελμα που θα τον έγραφε η Συριανή ιστορία. Τα φιστίκια.
Όλα ξεκίνησαν από το καφενείο.




Το καφενείο αυτό ήταν ένα κλασσικό δείγμα παραδοσιακού παλιού καφενείου που σύχναζαν οι συμπολίτες για να περάσουν την ώρα τους. Το καφενείο αυτό βρισκόταν στον Άγιο Παντελεήμονα απέναντι ακριβώς από την εκκλησία και εκεί είναι ακόμα ερειπωμένο πλέον από τον χρόνο.





Κάτω από το ξύλινο δάπεδο του καφενείου υπήρχε ένα μεγάλο κελάρι γεμάτο με βαρέλια ντόπιο κρασί.



Ήταν χώρος και τόπος συνάντησης πολλών αγαπημένων συμπολιτών και φίλων του. Εκεί μαζεύονταν να πιουν το κρασάκι τους, τον καφέ τους και να παίζουν το χαρτάκι και το ταβλάκι τους. Εκεί μαζεύονταν τις Κυριακές μετά την εκκλησία να συζητήσουν τα καθημερινά αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της Σύρου και του κόσμου γενικότερα.

Ανάμεσα στις μυρωδιές της τσίκνας από τις τηγανιές, τους ουζομεζέδες, το ούζο και τον καφέ, ένα ραδιόφωνο εποχής αν δεν έπαιζε λαϊκά τραγούδια της εποχής θα έπαιζε ποδόσφαιρο.



Ήταν ένας άνθρωπος πολύ δραστήριος. Της παλιάς κοπής άντρας. Αρσενικό, Έλληνας νησιώτης της καλύτερης κοπής όπως θα έλεγαν τα παλιά χρόνια.
Δεν φοβόταν την δουλειά ούτε τις δυσκολίες. Κοινωνικός, χωρατατζής και δημιουργικός. Όλο έψαχνε και εφεύρισκε ιδέες να κάνει δουλειές. Ο σκοπός αυτών των ανθρώπων αυτής της γενιάς δεν ήταν να βγάλουν λεφτά να ζήσουν άνετα και τεμπέλικα την ζωή τους. Ήθελαν μεν να βγάλουν χρήματα αλλά τα χρήματα αυτά τα επένδυαν σε νέες δημιουργικές ιδέες και δουλειές. «Σε δουλειά να βρισκόμαστε…» όπως έλεγαν και το άλλο της εποχής... «ράβε ξήλωνε δουλειά να μην σου μένει…»





Έτσι μεγάλωσε εκείνη η γενιά. Εκεί λοιπόν στο καφενείο μαζί με τους κολλητούς του σκέφτηκε την μεγάλη ιδέα. Ήταν άνθρωπος παρατηρητικός. Ψαχνόταν να κάνει δουλειές. Καλές δουλειές με αξιοπρέπεια και αποδοτικές.
Τι έλειπε από το νησί; Ένα νησί που πυρετωδώς ασχολούνταν με τα εργοστάσια, τις βιοτεχνίες, τους καραβομαραγκούς, γεμάτο ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης, κάθε καρυδιάς καρύδι και κάθε ηλικίας.
Θα ήταν περίπου τριάντα χρόνων εκείνη την εποχή που ξεκίνησε την ιδέα - την δουλειά αν θέλετε με τα φιστίκια. Στην αρχή δειλά και στη συνέχεια όταν η δουλειά ανέβαινε, πήγαιναν με τον Γιώργο στην Αίγινα και αγόραζαν φιστίκια ωμά.


Γύριζαν στη Σύρο φορτωμένοι σαν τα γαϊδούρια και οι δυο τους ξεκινούσαν την επεξεργασία. Τα έφτιαχνε με αλάτι και λεμόνι έτσι όπως του είχαν δείξει και μάθει από τους Αιγινήτες και μετά τα έψηνε σε έναν φούρνο που ήταν εκείνη την εποχή στον ποταμό. Αλήθεια θυμάται κανείς εκείνον τον φούρνο στον ποταμό;
Η όλη διαδικασία και μεταφορά γινόταν με ένα παλιό ποδήλατο. Εκείνα τα παλιά σιδερένια ποδήλατα που είχαν ένα μόνο γρανάζι και για φρένα είχαν μόνο την «κόντρα» (Η κόντρα ήταν ένα σύστημα που όπως έκανες πετάλι αν γυρνούσες ανάποδα, αν έκανες ανάποδο πετάλι δηλαδή, η πίσω ρόδα φρενάριζε).

Πήγαινε λοιπόν με το ποδήλατο γιατί δεν είχε αμάξι και τα έδινε στον φούρναρη να του τα ψήνει δίνοντας του όλες τι οδηγίες και εκείνος παρακολουθούσε από κοντά το ψήσιμο.
Εκεί μαζί με τον συμπέθερο, τον Γιώργο τον Καλόγερα τα καλοκαίρια μάζευαν γιασεμιά και μετά πήγαιναν στο Πισκοπειό που ήταν γεμάτο καλά υγιή πεύκα και έκοβαν μικρά κλωναράκια πεύκου και δημιουργούσαν μια ωραία σύνθεση. Περνούσαν τα γιασεμιά στις βελόνες του πεύκου. Ήταν πανέμορφο. Ύστερα ξεκινούσαν με τα πόδια ή με το ποδήλατο και τα πουλούσαν στα κότερα που ήταν αραγμένα στο λιμάνι.
Αυτό το παιχνιδάκι, να στολίζουν δηλαδή κλωναράκια πεύκου με τα άνθη των γιασεμιών, ήταν κάποτε από τις αγαπημένες ασχολίες μικρών και μεγάλων. Πολλά τέτοια όμορφα, υπέροχα και μυρωδάτα από την μυρωδιά του πεύκου και του γιασεμιού δίνονταν ως κίνηση αγάπης, συμπάθειας, έρωτα και φιλίας ανάμεσα στους ανθρώπους, τα ζευγαράκια και τους φίλους.

Έβλεπες συνήθως κοπέλες καθισμένες σε ένα τραπέζι η κάτω και στα ποδιά τους στην φούστα τους είχαν ένα στρογγυλό ταψί γεμάτο άνθη γιασεμιού και μικρά κλωναράκια πεύκου να τα στολίζουν. Με τι περνούσε ο κόσμος εκείνα τα χρόνια την ώρα του ε;
Ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί για το όμορφο λουλουδάκι για να βάλουμε και λίγο soundtrack στο κείμενο μας... και Η ΝΥΚΤΑ ΜΥΡΙΖΕΙ ΓΙΑΣΕΜΙ
Μόλις μεγάλωσε λίγο ο γιος του ο Γιώργος γύρω στα δεκατρία μπήκε και εκείνος στην δουλειά. Πήγαινε και πουλούσε τα γιασεμιά με τον πατέρα του και του έδινε δύο δραχμές χαρτζιλίκι για να πηγαίνει σινεμά.
Είχε δύο αγόρια τον Μάρκο και τον Γιώργο. Τα μεγάλωσε μόνος του γιατί η μάνα είχε φύγει και τους είχε εγκαταλείψει.

Η πώληση των φιστικιών ήταν μία ακόμα απίστευτη και ευφάνταστη ιδέα και αυτή ακριβώς ήταν που χάραξε την θύμηση του με ανεξίτηλα γράμματα στην τοπική ιστορία. Είχε φτιάξει, δική του ιδέα και ευρεσιτεχνία ένα πολύ ωραίο κασελάκι από μπρούτζο και γυαλί.




Πολύ «σένιο» ευκολομεταχείριστο και αισθητικά πρωτοπόρο για την εποχή. Βασικά ήταν επηρεασμένο από τα Τουρκικά ανάλογα κεσεδάκια αλλά και εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι φιστικάδες στην Αίγινα και οι Αμυγδαλάδες στην παλιά Αθήνα.
Ένας από τους λόγους που είχε κατασκευάσει έτσι το κασελάκι του ήταν για να κρατά ζεστό το εμπόρευμα του. Γνώριζε πως το φιστίκι πουλάει και τρώγεται καλύτερα ζεστό γιατί έτσι μένει τραγανό και έτσι ήθελε να προσφέρει το φιστίκι (και το αμύγδαλο) του, με τον καλύτερο τρόπο στους πελάτες του.
Στην πραγματικότητα δεν είχε μόνο ένα κασελάκι αλλά δύο. Ένα μικρό και ένα μεγάλο. Πολλές φορές τα είχε και τα δύο μαζί του.




Μέσα στο όμορφο εκείνο κασελάκι που ήταν χωρισμένο με τρεις θεσούλες είχε τα ωραία εύγευστα και τραγανά φιστίκια του και λίγα αμύγδαλα. Καβουρδισμένα, αλατισμένα και πεντανόστιμα. Είχε μικρά χάρτινα σακουλάκια. Με μια μικρή σέσουλα γέμιζε τις σακούλες ζεστό και τραγανό φιστίκι.




Είχε όμως και ένα ακόμα όμορφο τρόπο να τα πουλάει.
Στην πραγματικότητα ήταν δύο οι τρόποι. Ο ένας, ο παραδοσιακός... Όσα φιστίκια ήθελες με λίγες δραχμές σε ένα σακουλάκι και ο άλλος ο πιο ωραίος και διασκεδαστικός, παίζοντας με την… τύχη.

Ξεκινούσε από νωρίς με το κασελάκι γεμάτο, καλοντυμένος με ένα κουστουμάκι, με την γραβατούλα του καμία φορά με ένα μεζεδάκι ή ένα καπελάκι και ένα κασκόλ αν έκανε κρύο. Το καλοκαίρι καλοκαιρινός αλλά πάντα ωραία ντυμένος.
Τον θυμάμαι. Να περιδιαβαίνει τα μαγαζιά όπου υπήρχαν τραπέζια καρέκλες και καθιστοί άνθρωποι. Καφενεία, ζαχαροπλαστεία. Καπηλειά, ταβέρνες, λέσχες, φαγάδικα, πλατείες και φυσικά στην αγορά που εκείνη την εποχή ήταν στις δόξες της, γεμάτη κόσμο μαγαζιά και καφενεία.
Αλλά δεν περιοριζόταν μόνο στα μαγαζιά της Ερμούπολης. Έφτανε μέχρι τα πανηγύρια και τις εκκλησιές. Με το κασελάκι του στο χέρι ξεπουλούσε το ζεστό πεντανόστιμο εμπόρευμα σε όλους.
Είχε γνωστούς σε όλο το νησί. Όλοι τον ήξεραν και όλοι ήταν φίλοι του. Καλός και ευχάριστος άνθρωπος.

Πλησίαζε μια παρέα ή κάποιον που τον φώναζε και άρχιζε το παιχνίδι. Μόνα - Ζυγά.
Οι Συριανές ατάκες πήγαιναν και ερχόταν μαζί με τα γέλια.
Μια φράση ακουγόταν συχνά στους καφενέδες, τις ταβέρνες και τα καπηλειά της παλιάς Σύρου.
«Μπιτζίλο παίζουμε τα φιστίκια σου μονά ή ζυγά; Αν όσα έχεις στο χέρι τα πολλαπλασιάσεις επί δύο και βγουν ζυγά είναι δικά μου, αλλιώς τα πληρώνω και τα παίρνω».
Έπιανε μερικά φιστίκια. Έλεγε ο άλλος, μόνα ή ζυγά. Αν κέρδιζε, τα έπαιρνε και τα έτρωγε και τα συνόδευε με τον γλυκό τον καφέ ή το ούζο του. Αν έχανε πλήρωνε και αγόραζε αυτά που ήθελε. Κάτι λίγες δραχμές. Ως 5 το πολύ. Με 7 δραχμές έπαιρνες σακουλάκι ολόκληρο. Έτσι τουλάχιστον θυμάμαι εγώ όταν εκείνα τα χρόνια κατέβαινα με τον πατέρα μου και όταν έβλεπα τον φιστικά, παρακαλούσα τον πατέρα μου να μου πάρει λίγα φιστίκια.

Θυμάστε συμπολίτες; Ήταν τόσο ωραία που εγώ τουλάχιστον δεν μπορούσα να φάω μόνο ένα. Θυμάμαι έβαζα ένα στο στόμα μου και το πιπιλούσα σαν καραμέλα πολύ ώρα. Ήταν τόσο ωραίο και γεμάτο γεύση που μπορούσα να το πιπιλάω σαν καραμέλα ως να λιώσει μέσα στο στόμα μου. Έτσι έκανα και οικονομία για να μην τα τρώω όλα μαζί με τη μία.
Είχε και ένα άλλο ακόμα «κόλπο» ακόμα πιο ευχάριστο και παιχνιδιάρικο. Τα «μπαλάκια» όπως τα ήξεραν οι Συριανοί.




Ένα σακουλάκι με αυτοσχέδια μπαλάκια με αριθμούς. Για την ακρίβεια δεν ήταν μόνο τα μπαλάκια αλλά και κάτι μικρά «ταγκάκια» με αριθμούς, είχε και σβουράκια, ακόμα και ζάρια. Όπου και όπως έπαιζε η τύχη αλλά και η χαρά της διασκέδασης.
Έκανε ένα είδος λοταρίας. Στην λοταρία έβαζε σοκολάτες, μπισκότα και φυσικά φιστίκια.
Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας μια τεράστια σοκολάτα, η ΑΣΤΗΡ με αμύγδαλο. Μια άλλη επίσης τεράστια η Σοκολάτα Λέοντος. Η ΙΟΝ και η ΜΕΛΟ, κάτι γκοφρέτες, νέο προϊόν για την εποχή. Ελίτσες με αμύγδαλο και κάτι κουτιά με μπισκότα MIX και καρύδες επίσης που πάντα ξετρέλαιναν τους πάντες μικρούς και μεγάλους. Καμία σχέση με τις σημερινές «ψεύτικες» γεύσεις. Υπέροχες μοναδικές γεύσεις που δεν ξεχνά κανείς από όσους τα έχουν δοκιμάσει εκείνα τα χρόνια.






Κάθε νούμερο άξιζε λίγες δραχμές. Ή τα πέντε νούμερα τόσες δραχμές. Ήταν και ανάλογα τι είχε για λοταρία. Πόσο καλά προϊόντα και ακριβά ήταν. Δεν έβγαζε ότι και ότι.
Είχε ένα σακουλάκι που μέσα είχε τα «μπαλάκια».
Έβαζες το χέρι σου μέσα και έπιανες ένα - δυο - τρία, όσα μπαλάκια ήθελες και μπορούσες να πληρώσεις. Τα κρατούσες στο τραπέζι σου ανοικτά ως να κάνει την βόλτα του στο μαγαζί και όταν θεωρούσε πως πούλησε αξιόλογο αριθμό μπαλάκια τότε έβγαζε ένα άλλο σακουλάκι με άλλα μπαλάκια και τα ίδια νούμερα.


Κοιτούσε γύρω ποιος θέλει να τραβήξει το τυχερό νούμερο. Κάποιος ή κάποιοι του έγνεφαν. Πήγαινε κοντά ο άνθρωπος έβαζε το χέρι του μέσα στο σακουλάκι και τραβούσε το τυχερό νούμερο. Όλοι μαζί φώναζαν το νούμερο και ο τυχερός έπαιρνε την τύχη του.
Όμορφα χρόνια. Ευχάριστα, με αθωότητα και χαρές. Με αστεία αλλά και σοβαρούς ανθρώπους. Έτσι μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν γενιές ολόκληρες στο νησί μας. Στον όμορφο τόπο μας. Έτσι θυμόμαστε εμείς οι «...ηντάρηδες» τον Μπιτζίλο και το κασελάκι του με τα φιστίκια.
Με ρομαντισμό με αναπόληση για εκείνες τους εποχές που χάθηκαν στον βωμό του μοντερνισμού. Έτσι θυμόμαστε έναν άνθρωπο που δούλευε επειδή του άρεσε να δουλεύει. Επειδή με την δουλειά ένοιωθε κοινωνικός και χρήσιμος.
Σήμερα κάποιοι για να δείξουν την κοινωνικότητα τους χρησιμοποιούν το ίντερνετ το Facebook, το Instagram, το Tik Tok και όλα αυτά τα ηλεκτρονικά. Σελφι, φωτογραφίες και... αυτός είμαι.
Εκείνοι οι άνθρωποι γίνονταν γνωστοί με την δουλειά, με την κοινωνικότητα τους, με τα χωρατά, τα αστεία και τα κολπάκια που έκαναν για να διασκεδάζει όλος ο κόσμος. Ευχάριστα, τίμια, σεμνά και ταπεινά.
Ήταν ένας άνθρωπος που πότε δεν επιδίωξε να πάρει σύνταξη από το Ελληνικό Κράτος. Δεν πήρε σύνταξη. Ήταν από εκείνους τους υπερήφανους γεμάτους αξιοπρέπεια ανθρώπους που ήξεραν πως το κράτος είναι η δική τους δύναμη και όχι το αντίθετο.


Αργότερα εκεί στο σημείο που βρισκόταν το καφενείο τους στον Άγιο Παντελεήμονα έφερε από την Αίγινα φιστικιές και τις φύτεψε με σκοπό να τις αξιοποιήσει και να βγάλει Συριανά δικά του φιστίκια. Εκεί κοντά υπάρχει άλλο ένα κτήμα που ανήκει στην Οικογένεια Κρυστάλλη επίσης με φιστικιές που εκείνο τον καιρό καλλιεργούσαν.

Όμως, η φιστικιά θέλει πολύ δουλειά και κόπο, γνώσεις καθώς και πολλές ώρες περιποίησης και εργατοώρες. Κατάφερε να βγάζει μια αξιοπρεπή ποσότητα αλλά σε καμία περίπτωση δεν έφτανε για να καλύψει την ζήτηση που είχε στην αγορά.

Ο Μπιτζίλος είχε συνέχεια και μάλιστα θαυμαστή γράφοντας μια ακόμα λαμπρή σελίδα στην τοπική ιστορία.
Με τα λεφτά από τα φιστίκια και τα μπαλάκια που έβγαζε εκτός ότι μεγάλωσε τρία παιδιά, έκανε μια θαυμάσια οικογένεια και μια αξιοθαύμαστη περιουσία. Μετά το 1969 αγόρασε ένα οικόπεδο λίγο πιο πάνω από εκεί που έμενε στον δρόμο ανεβαίνοντας για το Κίνι. Η περιοχή αυτή ονομάζεται «Βράχος». Ακριβώς γιατί είναι ένας βράχος αλλά με υπέροχη θέα που κοιτάζει όλη την Ερμούπολη μαζί με την Άνω Σύρο, την Ανάσταση και το Αιγαίο γενικότερα. Το τέλειο σημείο για να στήσει το επόμενο όνειρο του. Εκεί στον στον Βράχο.
Εκεί έστησε ένα από τα πιο διάσημα μαγαζιά ή όπως τα έλεγαν εκείνη την εποχή «κέντρα διασκέδασης» της Σύρου, των Κυκλάδων και της Ελλάδας.
Το περιβόητο «Βράχο»


Αλλά για αυτήν την ιστορία θα σας μιλήσω στο επόμενο άρθρο μου την επομένη εβδομάδα.
Θέλω να ευχαριστήσω την οικογένεια Καλόγερα. Τον Γιάννη, την Μαρία και την Ιωάννα για τις πληροφορίες, τις συνεντεύξεις και γενικότερα την βοήθεια που άπλετα μου έδωσαν και βοήθησαν ώστε να συλλέξω και να φωτογραφίσω τα μοναδικά αυτά οικογενειακά και ιστορικά κειμήλια. Τους ευχαριστώ γιατί μου εμπιστεύτηκαν τον οικογενειακό τους θησαυρό για να ερευνήσω και τελικά να γράψω αυτό το άρθρο.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Όλες οι φωτογραφίες και όσα φαίνονται και απεικονίζονται σε αυτές ανήκουν στην οικογένεια Καλόγερα και μου δόθηκαν σε αποκλειστικότητα μόνο σε έμενα για την συγγραφή και δημοσιοποίηση του άρθρου αυτού. Για οποιαδήποτε δημοσιοποίηση των φωτογραφιών αυτών πέραν του συγκεκριμένου άρθρου θα πρέπει να δοθεί εγγραφή άδεια από την οικογένεια Καλόγερα.
Κάποιες φωτογραφίες που χρειάστηκα για να σας δείξω ώστε να καταλάβετε τα γραφόμενα τις ανέσυρα από το ίντερνετ. Σε αυτές αναγράφεται η πηγή τους.
Παναγιώτης Κουλουμπής
Syros Stories






