ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Από σήμερα αγαπητοί μου αναγνώστες ξεκινά ένα μεγάλο αφιέρωμα σε ένα από τα σπουδαιότερα επαγγελματικά δημιουργήματα που εξελίχθησαν στην νεώτερη ιστορία του Ελληνικού Κράτους μετά την απελευθέρωση.
Το αρχικό άρθρο και έρευνα μου είχε ανατεθεί και είχε πραγματοποιηθεί το 2016 για λογαριασμό Ιστορικού Θεσμικού Οργάνου. Σήμερα για πρώτη φορά δημοσιεύεται ολόκληρη η έρευνα με όλα τα στοιχεία.

Για πρώτη φορά θα διαβάσετε όλη την πραγματική, αλλά και στους περισσοτέρους άγνωστη ιστορία που διαδραματίστηκε στη Σύρο (έχουμε πληροφορίες πως σε όλη τη Σύρο υπήρχαν ταρσανάδες) αλλά οι μεγαλύτεροι και οι σπουδαιότεροι βρίσκονταν στην παραλία της Ερμούπολης. Με σπάνιο φωτογραφικό υλικό. Με σπάνια ντοκουμέντα και πληροφορίες, θα διαβάσετε βήμα βήμα την εκπληκτική αυτή ιστορία που άπαντα σε ερωτήματα που για πρώτη φορά απαντώνται.
Ποιες ήταν οι συγκυρίες που συνέκλιναν ώστε να δημιουργηθεί αυτό το επιτυχημένο επαγγελματικό μοντέλο στη Σύρο και τελικά να γίνει διάσημο.

Γιατί ενώ υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό ακόμα και διασημότερα και μεγαλύτερα ναυπηγεία και καρνάγια, αυτά της Σύρου κατάφεραν να γίνουν τα καλύτερα και τα πιο παραγωγικά με μια παραγωγή τόσο πυρετώδη και ασταμάτητη που κυριολεκτικά η Σύρος ανέπνεε από αυτήν την βιοτεχνία ή βιομηχανία όπως εξελίχτηκε με τα χρόνια.
Ποιοι ήταν οι πρώτοι, οι καλύτεροι Ταρσανάδες και ποιοι τους δούλευαν. Ποιοι ήταν οι τύποι των πλοίων που κατασκευαζόταν στους Ταρσανάδες της Σύρου.

Ποιοι ήταν οι καλύτεροι και διασημότεροι μαστόροι. Ποιες οικογένειες ήταν οι πρώτες που εξέλιξαν την απλή ξυλοναυπηγική σε βιομηχανία παραγωγής ιστιοφόρων. Ποια ήταν τα διασημότερα σκάφη που έμειναν στην ιστορία και κατασκευάστηκαν στα καρνάγια της Σύρου και ποιοι ήταν οι κατασκευαστές και οι ιδιοκτήτες τους.
Από πού προερχόταν και πως έφταναν στην Σύρο οι πρώτες ύλες για το «κτίσιμο» των σκαφών.

Με τι εργαλεία δούλευαν. Πολλά από αυτά τα εργαλεία ήταν δικής τους έμπνευσης που τα εφεύρισκαν οι ίδιοι προκείμενου να τους διευκολύνουν στην δουλειά τους. Από πού προμηθευόταν τα υπόλοιπα. Πως ενώ ήταν εμπειρικοί ναυπηγοί (οι περισσότεροι είχαν τελειώσει το σχολείο του δρόμου, της δουλειάς και του καρνάγιου) κατάφερναν να σχεδιάζουν και να κατασκευάζουν τόσο τέλεια σκάφη.

Ποιο ήταν το ιδιαίτερο δικό τους λεξιλόγιο (βασισμένο σε λέξεις, έννοιες και φράσεις από την Αρχαία Ελληνική γλώσσα) και ποιοι οι δικοί τους σκληροί νόμοι που ίσχυαν μόνο για τους εργαζόμενους στους ταρσανάδες.
Αυτά και αλλά πολλά θα διαβάσετε στη σειρά αυτών των άρθρων που ξεκινά σήμερα και θα ολοκληρωθεί σε μέρη χωρισμένα χρονολογικά από την ιδέα και την γέννηση των Συριανών Ταρσανάδων ως την εξέλιξη τους αλλά και το τέλος τον μαρασμό και το πέρασμα τους στην Ιστορία.
Και ξεκινάμε την διήγηση μας …
Όπως σας είχα υποσχεθεί σήμερα σας έχω ένα άρθρο μέρος μιας γενικότερης έρευνας που έχει γίνει παλιότερα για λογαριασμό ιστορικού οργανισμού που διαβάζοντας την θα μάθετε πολλά άγνωστα και χρήσιμα και προπαντός εξαιρετικά ενδιαφέροντα για μια τέχνη που ήρθε στην Σύρο ως εισαγόμενη από τους Χιώτες και τους Ψαριανούς πρόσφυγες, εξελίχτηκε όμως, διαμορφώνοντας ένα στυλ που χαρακτηρίστηκε αμιγώς Συριανό.
Διαβάστε αυτό το μοναδικό άρθρο και έρευνα που πουθενά αλλού δεν θα βρείτε με την ιστορία της ναυπηγικής στους Ταρσανάδες της Σύρου. Μια έρευνα που κάθε Συριανός και νησιώτης θα πρέπει να διαβάσει και να ξέρει καλά. Μια ιστορία που θα έπρεπε να μιλιέται και να αναμεταδίδεται από στόμα σε στόμα για να μην χαθεί και να διδάσκεται στα σχολεία.

Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
Κάπου στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα ο απεσταλμένος του βασιλιά της Γαλλίας στο «ελληνικό αρχιπέλαγος», Ch. Sonnini, στο έργο του «Voyage en Grece et en Turquie fait par ordre de Louis XVI», που δηµοσιεύθηκε το 1801, θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ο άνθρωπος που προφήτευσε τη δηµιουργία της Ερµούπολης. Στο έργο αυτό έγραφε ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα κέντρο αναδιανομής εμπορευμάτων στο Αιγαίο, χονδρικού και λιανικού εμπορίου, που θα εξασφάλιζε βασικά διατροφικά είδη, όπως τα σιτηρά και το κρασί, για τις ανάγκες των πλοίων και των νησιωτικών πληθυσμών, σε χαμηλότερες τιµές από αυτές των μεγάλων κέντρων του Λεβάντε, τη Σµύρνη και τη Θεσσαλονίκη.

Σημ. Συντ. Ο Λεβάντες (από την ιταλική λέξη Levante, που σημαίνει Ανατολή)[1] είναι ανακριβής γεωγραφικός όρος που αναφέρεται ιστορικά σε μια μεγάλη περιοχή της Μέσης Ανατολής νότια της οροσειράς του Ταύρου, και ορίζεται δυτικά από τη Μεσόγειο, νότια από την Αραβική Έρημο και ανατολικά από την Άνω Μεσοποταμία. Στην ελληνική βιβλιογραφία δεν έχει επικρατήσει. Αντ' αυτού η περιοχή δηλώνεται συχνότερα με τον όρο Ανατολική Μεσόγειος, με το μειονέκτημα ότι η Ανατολική Μεσόγειος δηλώνει καταρχήν θαλάσσιο χώρο, ενώ ο Λεβάντες χερσαίο. Ο Λεβάντες ως γεωγραφικός όρος δεν περιλαμβάνει την οροσειρά του Καύκασου, κανένα μέρος της Αραβικής χερσονήσου ή της Ανατολίας —αν και κατά περιόδους περιλαμβανόταν σε αυτόν και η Κιλικία. Η Χερσόνησος του Σινά μπορεί κατά περίπτωση να περιληφθεί ή να αποκλειστεί, αφού πρόκειται για οριακή περιοχή που διαμορφώνει μια γέφυρα εδάφους μεταξύ του Λεβάντε και της Βόρειας Αιγύπτου. Κατά περιόδους οι πολιτισμοί και λαοί του Λεβάντε εξουσίαζαν την περιοχή μεταξύ της χερσονήσου του Σινά και του ποταμού Νείλου, αλλά η περιοχή αποκλείεται συνήθως από τον γεωγραφικό ορισμό του Λεβάντε.

Η γεωγραφική περιοχή του Λεβάντες
Υπάρχει και μια λέξη την όποια χρησιμοποιούσαν και την άκουγα ακόμα από την γενιά του πολέμου και του μεσοπολέμου. Αυτή η λέξη ήταν «Φραγκολεβαντίνος». Πολύ ενδιαφέρουσα λέξη!
Φραγκολεβαντίνοι ή απλώς λεβαντίνοι (τουρκικά: levantenler) ονομάζονταν οι δυτικοί από την Ευρώπη και αργότερα και την Αμερική που είχαν μεταναστεύσει και ζούσαν μόνιμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για οικονομικούς και κυρίως εμπορικούς λόγους. Οι φραγκολεβαντίνοι σταδιακά αυξήθηκαν σε πληθυσμό και πλούτισαν λόγω των διομολογήσεων, οι οποίες έδιναν σε υπηκόους δυτικών χωρών σημαντικές διευκολύνσεις στο εμπόριο και παραχώρηση προστασίας, με καθεστώς ετεροδικίας. Η πρώτη φορά που δόθηκε διομολόγηση ήταν το 1535 από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή στο Γάλλο βασιλιά Φραγκίσκο τον Α'. Οι πρώτοι φραγκολεβαντίνοι ήταν κυρίως Ιταλοί και Γάλλοι έμποροι (εξ' ου και το όνομα).

Κλασικοί «Φραγκολεβαντίνοι» και ένα παράδειγμα οικίας των.
Παράλληλα, συμπλήρωνε … θα είχε τις κατάλληλες υποδοµές σε αποθήκες ενός ναυτιλιακού-εµπορικού κέντρου, που θα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της εγχώριας και διεθνούς ναυτιλίας. Όλες αυτές οι υπηρεσίες θα εξυπηρετούνταν από ένα πληθυσµό πολυάριθμο και αστικοποιημένο, εξοικειωμένο µε τις πρακτικές και τις τάσεις του εμπορίου, ικανό να διαβλέψει, να ικανοποιήσει, αλλά και να διαμορφώσει τις ανάγκες της αγοράς.
Ο Γάλλος απεσταλμένος αποδείχθηκε διπλά προφητικός ή καλύτερα διορατικός, καθώς τότε πρότεινε ως καταλληλότερο για ναυτιλιακό και οπωρικό κέντρο του Αιγαίου το νησί της Χίου.

Ο αστικός χαρακτήρας των κατοίκων και η µακρά ενασχόλησή τους µε τη βιοτεχνία και κυρίως το εμπόριο και την ναυτιλία αποτελούσαν τις ιδανικές προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της επιτυχίας. Η ιστορία δικαίωσε τον Sonnini καθώς οι Χιώτες αποδείχθηκαν το πιο δυναµικό και επιτυχημένο στοιχείο της νέας πόλης που δημιουργήθηκε στη ακτή της Σύρου την Ερμούπολη µετά το 1822 όταν πολιτικές και οικονοµικές συγκυρίες οδήγησαν στο ξέσπασµα της ελληνικής επανάστασης και πολεµικά γεγονότα στη δηµιουργία του κέντρου αυτού που ο Sonnini προέβλεψε ότι θα ανανέωνε τη νησιωτική οικονοµία.
Οι καταστροφές των Αϊβαλί (Κυδωνιές) (1821),

της Χίου (1822),

Eugene Delacroix Le Massacre de Scio
των Ψαρών και της Κάσου (1824) υπήρξαν οι βασικές αιτίες που οδήγησαν χιλιάδες αµάχων να εγκατασταθούν στα παράλια του νησιού.

Η Σύρος βέβαια δεν ήταν ο µόνος προορισµός των προσφύγων. Σχεδόν τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου είχαν δεχθεί κύµατα προσφύγων, ενώ οι αντιδράσεις των ντόπιων κατοίκων στο φαινόµενο αυτό δεν ήταν πολύ θετικές.
Η περιήγηση του Λουκή Λάρα (Λουκά Ζίφου) και της οικογένειας του µεταξύ Μυκόνου, Τήνου και η τελική εγκατάσταση στη Σύρα περιγράφει ανάγλυφα τις επικρατούσες συνθήκες που βίωσαν οι πρόσφυγες σε εκείνες τις περιστάσεις.

Έτσι λοιπόν στα παράλια της Σύρας δημιουργήθηκε η µεγαλύτερη και σηµαντικότερη προσφυγική πόλη από πληθυσµούς προερχόµενους από σχεδόν κάθε πλευρά του επαναστατηµένου ελλαδικού χώρου και εξελίχθηκε σε µία από τις σηµαντικότερες του µετέπειτα ελληνικού βασιλείου.
Η Ερμούπολη δημιουργήθηκε εξ' ολοκλήρου από πρόσφυγες και όχι ως προάστιο µιας ήδη υπάρχουσας πόλης όπως π.χ., η προσφυγική συνοικία της Πρόνοιας στο Ναύπλιο.
Αρχικά ως οικισµός στην σχεδόν έρηµη και βαλτώδη παραλία της Σύρου. Η πλειοψηφία αυτή του οικισµού αποτελείτο κυρίως από Κυδωνιείς, Μοσχονησιώτες, Χίους, Σµυρνιούς και Ψαριανούς. Κοντολογίς από πληθυσµούς του Ανατολικού Αιγαίου και των Μικρασιατικών ακτών. Το οικονοµικό-κοινωνικό, πολιτισµικό υπόβαθρο αυτών των πληθυσμών θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα στη διαµόρφωση του χαρακτήρα της νέας πόλης και θα σηµατοδοτήσει τη θέση της στην ανατολική Μεσόγειο για τα επόµενα χρόνια.

Αιώνες πριν την έλευση των προσφύγων το νησί της Σύρου κατοικούνταν µόνο από µία µικρή κοινότητα καθολικών στο επάνω µέρος του νησιού, τη µετέπειτα ονοµαζόµενη Άνω Σύρα. Η ύπαρξη της κοινότητας αυτής που χρονολογείται από τους µεσαιωνικούς χρόνους απολάμβανε την προστασία της Αγίας Έδρας και των μεγάλων καθολικών δυνάµεων της εποχής, της Γαλλίας και της Αψβουργικής Μοναρχίας.
Μια ιστορική απόφαση και συγχρόνως μια συγκυρία ήταν όταν οι Συριανοί αποφάσισαν να µη µετάσχουν στην Επανάσταση των ορθοδόξων.
Αυτό χωρίς ακόμα και οι ίδιοι να το γνωρίζουν έδωσε µεγάλη ώθηση στη ναυτιλιακή και εµπορική κίνηση του λιµανιού και αυτό γιατί η Οθωµανική διοίκηση µε µία χειρονοµία ικανοποίησης έδωσε στο λιµάνι της Σύρας το αποκλειστικό δικαίωµα θεώρησης ναυτιλιακών εγγράφων των πλοίων που προέρχονταν από την Πόλη και τα άλλα λιµάνια της Αυτοκρατορίας.
Αυτή ακριβώς η ουδετερότητα της Σύρας και η ταυτόχρονη Γαλλική προστασία που απολάμβανε ως κοινότητα καθολικών, η αναγνώριση της Οθωµανικής διοίκησης για την αφοσίωση των κατοίκων και το ασφαλές και ευρύχωρο φυσικό λιµάνι του νησιού, ήταν η αιτία που οι πρόσφυγες επέλεξαν το νησί. Είναι λογικό. Ακόμα και σήμερα οι πρόσφυγες επιλέγουν ουδέτερα μέρη για να ζητήσουν πολιτικό άσυλο.
Αλήθεια είναι ότι οι ντόπιοι Συριανοί δεν είδαν µε καλό µάτι την εγκατάσταση των προσφύγων στον τόπο τους, ιδιαίτερα όταν µετά το 1822 οι πάροικοι άρχισαν να πολλαπλασιάζονται ραγδαία.
Όμως πάλι άθελα τους και κατά παράδοξο τρόπο, η εχθρότητα που λογικά αναπτύχθηκε µεταξύ καθολικών και ορθοδόξων αποτέλεσε το κλειδί (μέχρι και σήμερα αυτό ισχύει) για την επιβίωση και των δύο κοινοτήτων από τις τουρκικές αντεκδικήσεις και έδωσε την ευκαιρία στους έποικους να αναπτύξουν κάθε λογής δραστηριότητα, απολαµβάνοντας και αυτοί την προστασία που παρείχαν οι στόλοι των καθολικών δυνάµεων στους Ανωσυριανούς.
Μια ακόμα ιστορική λεπτομέρεια είναι ότι η εγκατάσταση των προσφύγων αρχικά είχε προσωρινό χαρακτήρα στην παραλία της Σύρου.
Αυτό εξαιτίας βασικά της ανασφάλειας που προκαλούσε η εξέλιξη των πολεµικών γεγονότων. Το σημαντικότερο όμως ήταν η παντελής έλλειψη υποδοµών για στοιχειώδη διαβίωση και η ελπίδα της επιστροφής τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Στην αρχή λοιπόν η όψη του οικισµού έμοιαζε με μια παραγκούπολη. Μια ακανόνιστη µάζα από καλύβες φτιαγμένες από ξύλα και τενεκέδες µε σκοπό απλά τη στοιχειώδη κάλυψη των οικιστικών τους αναγκών. Για πολύ καιρό αυτή η αίσθηση της προσωρινότητας ή οι δυσκολίες των πρώτων χρόνων διατήρησαν την εικόνα της παραγκούπολης αλλά όσο περνούσε ο καιρός και οι πρόσφυγες έμεναν ακόμα στο νησί και στην παραλία της Σύρου άρχιζαν δειλά δειλά (ανάμεσα στα 1824 και μετέπειτα) να μετατρέπουν τον ξυλοτενεκεδένιο συνοικισμό τους και να κτίζουν λίθινα σπίτια αν και αυτά ήταν ελάχιστα αφού ακόμα τα περισσότερα κτίσµατα ήταν ξύλινα.
Ο πληθυσµός που συγκεντρώθηκε στην παράλια ζώνη της Σύρας κατά την εµπόλεµη περίοδο (1821-1828) εκτιµάται ότι ξεπερνούσε τους 20.000 ανθρώπους.

Όσο οι άνθρωποι αυτοί έβλεπαν ότι θα μείνουν τελικά στο νησί, παρόλες τις δυσκολίες άρχισε να επικρατεί η επαγγελτική προϊστορία τους που δεν ήταν καθόλου αμελητέα και τυχαία αφού οι περισσότεροι ήταν έμποροι, ναυτικοί βιοτέχνες κ.τ.λ. και σύντομα μετέτρεψαν την άγονη βραχώδη παραλία της Σύρου σε ένα ανθηρό εμπορικό λιµάνι.

Σκεφτείτε απλά ότι με τον πόλεμο όλα τα προηγούμενα εµπορικά και ναυτιλιακά κέντρα είχαν καταστραφεί (Χίος, Ψαρά, Κάσος, Ύδρα, Σπέτσες) έτσι η Σύρος έφτασε να είναι ουσιαστικά η µοναδική ελεύθερη ζώνη εμπορίου. Για την ακρίβεια το μοναδικό ασφαλές λιµάνι προσέγγισης στο Αιγαίο στη διαδρομή από και προς τα λιµάνια της Οθωµανικής επικράτειας.

Η Ερμούπολη πολύ γρήγορα και κάτω από τις δραστηριότητες των προσφύγων μεν, αλλά σημαντικών και έμπειρων έμπορων ναυτικών, και γενικά πλούσιων πνευματικά κοινωνικά και μορφωτικά ανθρώπων εξελίσσεται και εντάσσεται στο βασικό δίκτυο των πόλεων-λιµανιών της Μεσογείου, Μαύρης Θάλασσας και δυτικής Ευρώπης. Με υποδομές που δημιουργούνται σε ταχύτατους ρυθμούς και με εξειδικευμένες λειτουργίες και υπηρεσίες τις οποίες αναπτύσσονται επίσης με ταχύτατους ρυθμούς, η Ερμούπολη γίνεται ένα από τα σημαντικότερα εµπορικά-διαμετακομιστικά, ναυτιλιακά και ναυπηγικά κέντρα, στοιχειοθετώντας την ως απαραίτητη στην αλυσίδα των πόλεων-λιµανιών, που λειτουργούν στην υπηρεσία των δύο μεγάλων οικονοµικό-κοινωνικών φαινομένων του 19ου αιώνα: την αστικοποίηση και την εκβιομηχάνιση.

Σε όλη αυτή την οικονομική έκρηξη συμβάλει ένα σπουδαίο εμπορικό γεγονός. Αυτό είναι οι εξαγωγές των σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας, από την ανάλογη ζήτηση σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων ή πρώτων υλών από τις πόλεις της δυτικής Ευρώπης και από τις γεωπολιτικές ισορροπίες µεταξύ Ελλάδας, Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, Ρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας, για την αδιατάρακτη και απρόσκοπτη ροή του εμπορίου και των θαλάσσιων μεταφορών. Λιμάνια όπως η Οδησσός, το Ταϊγάνιο, η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Τεργέστη, το Λιβόρνο, η Μασσαλία παίζουν βασικό ρόλο στον εμπορικό αυτόν χάρτη.

Η Ερμούπολη όμως λόγω της γεωγραφικής της θέσης και λόγο των έμπειρων και πανέξυπνων ανθρώπων που κινούν τα νήματα της ναυτιλίας και του εμπορίου στο νησί, γίνεται το κέντρο όλων αυτών των πόλεων λιμανιών. Κατάφερε κυριολεκτικά ένα θαύμα που θεωρείται μοναδικό στην ιστορία των πόλεων. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μερικών χρόνων από ένας ξερός βαλτώδης τόπος να γίνει το ναυτιλιακό κέντρο του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου με όλες τις ναυτιλιακές δραστηριότητες συγκεντρωμένες γύρω από τον χώρο του λιμανιού και με υποδομές τόσο γρήγορα κατασκευασμένες και τόσο γρήγορα ανεπτυγμένες που και αυτό είναι από μόνο του ένα θαύμα. Ένα θαύμα που είχε εντυπωσιάσει όλη την Ευρώπη αλλά και την Ασία δίνοντας στην Ερμούπολη την ευκαιρία αλλά και την δυνατότητα να γίνει το σημαντικότερο λιμάνι ακριβώς στο σύνορο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η Ερμούπολη είχε καταφέρει κάτι που ως εκείνη την εποχή κανένα άλλο λιμάνι δεν είχε καταφέρει. Να γίνει ο υποχρεωτικός προορισμός των ναυτικών γραμμών από και προς την Ανατολή και Δύση.

Η Ερμούπολη εκείνη την εποχή ήταν:
- το σημαντικότερο λιµάνι νηολόγησης του ελληνικού βασιλείου
- κέντρο φορτοεκφόρτωσης χιλιάδων προϊόντων από την Δύση προς την Ανατολή και το αντίθετο.
- κέντρο ναυλώσεων και ναυτιλιακής πληροφόρησης
- κέντρο ναυτασφαλίσεων
- αγορά ναυτοδανείων και εν γένει κεφαλαίων
- αγορά µεταχειρισµένων ιστιοφόρων
- κέντρο ατµοπλοϊκών συνδέσεων
- αποθήκη ναυτιλιακών ειδών και προµηθειών πλοίων και τέλος
- κέντρο ναυπηγήσεων και επισκευών ιστιοφόρων (από το 1857 και των ατµοπλοίων).











Σε αυτό το σημείο όμως αγαπητοί μου αναγνώστες τελειώνει το πρώτο μέρος της εκπληκτικής αυτής διήγησης μας. Την άλλη εβδομάδα στο δεύτερο μέρος θα «μπούμε» στην εκ βαθέων έρευνα, και διήγηση των βασικών παραγόντων και συγκυριών που συνέβαλλαν και συνέδραμαν ώστε τα άγονα και βαλτώδη ξερόβραχα της παραλίας της Σύρου να γίνουν ένα από τα διασημότερα ναυπηγόεπισκευαστικά κέντρα στον γνωστό πολιτισμένο κόσμο.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Παναγιώτης Κουλουμπής
Syros Stories