ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Στο αφιέρωμα αυτό αγαπημένοι αναγνώστες θα σας παρουσιάσω έναν άνθρωπο που η ζωή του είναι κυριολεκτικά ένα ζωντανό μυθιστόρημα δύναμης θέλησης, αγνής ψυχής, άρτιου πρωτοπόρου επαγγελματία ναυτικού αλλά και δυναμικού αγωνιστή για τα δικαιώματα των συνανθρώπων του.
Και όλα αυτά σε εποχές δύσκολες διανοητές σήμερα στην εποχή της ευκολίας και της αφθονίας που ζούμε.
Στο νέο αυτό πρωτότυπο άρθρο μαζί με τις φωτογραφίες, τις συνεντεύξεις και τις πληροφορίες θα το διανθίσω και με μοναδική μουσική και τραγούδια άμεσα συνδεδεμένη με το θέμα μας. Δώστε προσοχή σε αυτό το τραγούδι λοιπόν. Ιδιαιτέρα προσέξτε τα λόγια. Μας μεταφέρουν σε μια εποχή που πλέον κανείς δεν θυμάται.
Γνώρισα τον καπετάν Γιάννη Μακροκέφαλο στο Νεώριο. Ως συνάδελφο. Εγώ σε άλλη θέση και εκείνος σε άλλη. Νευραλγικές και οι δυο θέσεις μας. Δύσκολες και απαιτητικές. Αγχώδεις, επικίνδυνες πολλές φορές για τα νεύρα και την υγεία μας αλλά και την παραμονή μας στο ναυπηγείο ως εργαζόμενοι.

Αλλά γρήγορα καταλάβαμε συνεργαζόμενοι ο κάθε ένας από το πόστο του ότι μας ένωναν μερικά κοινά στοιχεία αν και οι ηλικίες μας είχαν μεγάλη διάφορα.
Το κυριότερο στοιχείο ήταν το χαμόγελο που χαραζόταν αυθόρμητα στα πρόσωπα μας παρ' όλα τα στραβά και ανάποδα της δουλείας και η αισιοδοξία μας.
Για μένα ο καπετάν Γιάννης Μαυροκέφαλος ήταν η ψυχή (μια από τις ψυχές να θέλετε, έτσι όπως λέμε ότι η γάτα έχει 7 ψυχές,) του Νεωρίου.
Ήταν ο καπετάνιος του Νεωρίου.
Και όταν λέμε ο καπετάνιος του Νεωρίου εννοούμε και κυριολεκτούμε ο άνθρωπος που κινούσε οτιδήποτε πλωτό μέσο στο θρυλικό ναυπηγείο μας.
Από καπετάνιος στα ρυμουλκά, ο πιλότος του νεώριου, ως το «φοβερό» πόστο του δεξαμενιστή. Αυτού που ανέβαζε και κατέβαζε τα βαπόρια παίζοντας κυριολεκτικά με τα εκατοστά τις τριγωνομετρίες. Τους αέρηδες, τα κύματα και συντονίζοντας ρυμουλκά, χειριστές γερανών, και εργάτες στα συρματόσκοινα στις δεξαμενές.



Ως παιδί ναυτικής παραδοσιακής ναυτικής οικογένειας και μεγαλωμένος μέσα στις συνθήκες, τις κουβέντες, τις αληθινές ιστορίες από τις εμπειρίες των δικών μου ανθρώπων γρήγορα συζητώντας πάντα με τον χαμογελαστό καπετάν Γιάννη έμαθα να τον σέβομαι.
Μου άρεσε η ηρεμία του, μου άρεσε που μιλούσε πάντα χαμηλά και πάντα με μια ευγένεια που ξεχώριζε σαν λαμπερό φως ναυτικού φαναριού μέσα στο συνονθύλευμα της δουλειάς, με τα μηχανήματα να ουρλιάζουν, τα σίδερα να κροταλίζουν, την σκουριά να αιωρείται στην ατμόσφαιρα τους εργάτες να φωνάζουν, και τα «μπουζουκάκια» (Γουοκι Τοκι) να σπέρνουν οδηγίες, βοήθειες και ότι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί σε ένα εργοστάσιο όπου το σίδερο, η φωτιά και τα κορμιά συνδυάζονται με ένα τρόπο θαυμαστό και επικίνδυνο. Αυτό είναι το ναυπηγείο.
Το πασίγνωστο τραγούδι τα λέει όλα…
Νταλάρας -Λοϊζος-Λαδής – «Λιώνουν τα νιάτα μας (στην βιοπάλη) Με τα κορμάκια μας δένει τ` ατσάλι.»
Ερχόταν στο γραφείο πάντα με χαμόγελο, ζητούσε υλικά ξέροντας κάθε λεπτομέρεια ιδιότητα, και ρόλο αυτού που ζητούσε. Μιλούσε ήρεμα, και ήταν πάντα πρόθυμος να εξηγήσει ότι χρειαζόταν κάποιος για να του δώσει να καταλάβει τι ζητούσε.
Δεν μπορούσες να μην τον σέβεσαι ένα τέτοιο άνθρωπο.
Όλα αυτά θα τα ακούστε από τον ίδιο στην συνέντευξη που θα εξακολουθήσει και βρίσκεται μέσα στο αφιέρωμα αυτό.
Χρόνια μετά …. Πολλά χρόνια μετά… συνταξιούχοι και οι δυο, οικογενειάρχες, γονείς και υπερήφανοι παππούδες.
Συναντιόμαστε ξανά με νέες συνθήκες. Έχοντας περάσει και οι δυο πολλά στην ζωή μας που μας έκαναν ακόμα πιο σοφούς, ακόμα πιο πολύ να έχουμε κατανοήσει το νόημα της ζωής, ακόμα πιο πολύ να χαμογελάμε με την ψυχή μας και έχοντας πλέον ο κάθε ένας μα χαράξει και γράψει με ανεξίτηλα γράμματα την δική του ιστορία στο βιβλίο της ζωής.
Είμαστε πλέον και οι δυο «στεριανοί» στο βάδισμα αλλά πάντα θαλασσινοί στην ψυχή και στο πνεύμα.
Με τα διπλώματα κρεμασμένα στον τοίχο να θυμίζουν τις παλιές δόξες και να μαθαίνουν στα παιδιά και τα εγγόνια τι ζωή πέρασε ο μπαμπάς και ο παππούς.






Ο καπετάν Γιάννης Μαυροκέφαλος συνεχίζει να αγαπά την θάλασσα. Συνεχίζει να αγαπά τον Νεώριο που καθημερινά κάθεται στην ταράτσα του σπιτιού του έχοντας το απέναντι να το παρακολουθεί ξέροντας και καταλαβαίνοντας με την πείρα του κάθε κίνηση του.














… και εκεί σε ένα μικρό ταπεινό εργαστηριάκι στην σοφίτα της ταράτσας κάνει αυτό που πάντα αγαπούσε. Αυτό που του έδωσε ψωμιά για τον ίδιο και την οικογένεια του.
Κάνει βαποράκια, ξύλινα χειροτεχνήματα χαραγμένα στο ξύλο. Αυτά … εκείνα τα βαποράκια που βλέπει να μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι της Ερμούπολης και αλλά με την φαντασία του. Τα ζωγραφίζει και τα φωτίζει με μεράκι. ΤΟΥΣ δίνει και ονόματα. Φιλών συγγενών παιδιών και εγγόνων. Με αγάπη με γούστο και με στοργή.



















Ο Καπετάνιος μας φιλοξένησε στο σπίτι του με μια φιλοξενία ανάλογη ενός ναυτικού αλλά και παλιού συναδέλφου.
Η συνέντευξη με τον καπετάν Γιάννη ήταν πιστέψτε με ένα όνειρο μου. Ήθελα να μάθω την ιστορία του. Να μου την εξιστορήσει ο ίδιος. Να μου εξηγήσει όσα δεν μπορούσε ούτε προλάβαινε στο αδυσώπητο τρέξιμο της δουλειά στο Ναυπηγείο.
Είναι συγκλονιστικά αυτά που θα ακούσετε να εξιστορεί. Είναι η ιστορία ενός παιδιού που ξεκίνησε φτωχό, μόνο του, αμούστακο και σχεδόν χωρίς ρούχα και μια δεκάρα στην τσέπη για να εξελίχθη ένας από τους πιο θρυλικούς καπεταναίους, να ζήσει την εποχή των Λίμπερτυ και να είναι από τους πρωτοπόρους του ναυπηγείου μας , του Νεωρίου σε «πόστες» που στην εποχή τους θεωρούνταν ότι το παραμικρό λάθος θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο για τον ίδιο αλλά και το Ναυπηγείο. Παράλληλα θα ακούστε σπάνιες ιστορίες από την ζωή του ναυπηγείου και θα τον ακούσετε να μιλά ο ίδιος για την νέα αστείρευτη δημιουργικότητα του ως ξυλόγλυπτης πλέον ξύλινων μοντέλων πλοίων.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά που μου είπε (και θα το ακούσετε και εσείς) είναι ότι υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό ως ΟΥΚας. Είναι συγκλονιστική η περιγραφή αλλά και ο λόγος που θα ακούσετε που τον οδήγησε να υπηρετήσει την πατρίδα σε μια από τις πιο δύσκολες και απαιτητικές υπηρεσίες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Και όλα αυτά πάντα με εκείνο το καλοσυνάτο αληθινό χαμόγελο, με μια θεϊκή, ηρεμία, με μια θεάρεστη ευγένεια και με τέτοια καλοσύνη και με μια διάθεση προσφοράς που μόνο ένας αληθινός Έλληνας . Νησιώτης ψυχή και σώμα θαλασσινός εργάτης μπορεί να το κάνει.
Το αφιέρωμα θα ολοκληρωθεί σε δύο συνέχειες.



Τέλος Πρώτου Μέρους
Δημοσιογραφική επιμέλεια: Παναγιώτης Κουλουμπής
Βίντεο Φωτογραφίες: Βαγγέλης Παραμάνης