«Βρε παιδί μου, πώς γίνεται να έχει φτάσει ο άνθρωπος στο φεγγάρι και να μην έχει εφευρεθεί ένα μηχάνημα να μας κουβαλάει τα ψώνια στα σκαλιά;», σχολίαζε μια μεσόκοπη Ανωσυριανή. Είχε σταθεί με τον άνδρα της κάτω από ένα στεγάδι με σακούλες ανά χείρας. Ξαπόσταιναν για να διανύσουν φορτωμένοι τον ασβεστωμένο Γολγοθά ώς το σπίτι. «Αυτό είναι το πρόβλημα; Ή μήπως ότι για να αγοράσουμε τα καθημερινά αναγκαζόμαστε να πάμε ώς την Ερμούπολη», απαντούσε στωικά εκείνος.

Ο 40άρης Δημήτρης Σταυρακόπουλος είναι ο νεότερος δημιουργός μουσείου στην Ελλάδα, αναβιώνοντας την ιστορία της κλωστοϋφαντουργίας. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]
Περπατούσαμε στα λαβυρινθώδη στενά της Ανω Σύρου με τον Ιωσήφ Στεφάνου, ομότιμο καθηγητή του ΕΜΠ, όταν περάσαμε από δίπλα τους. «Δίκιο έχει. Οταν εγώ μεγάλωνα εδώ μετά τον πόλεμο, ο τόπος αυτός έσφυζε από παιδιά και μαγαζιά, είχε αυτονομία, τώρα έχει μόνο μπαρ. Το καλοκαίρι δεν στέκεσαι από τον κόσμο, τον χειμώνα είναι νέκρα», συμπλήρωσε για τον ανεμοδαρμένο λόφο όπου συγκροτήθηκε ο πρώτος –καθολικός το θρήσκευμα– οικιστικός πυρήνας τον 13ο αιώνα, πολύ πριν την Ερμούπολη που πήρε σάρκα και οστά τον 19ο αιώνα.
Γαλλοσπουδασμένος ο αρχιτέκτων και πολεοδόμος Στεφάνου είχε από νωρίς την έγνοια να προστατευτεί η παραδοσιακή αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική στη γενέτειρά του Ανω Σύρα, όσο και η νεοκλασική πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Ηταν το πρόσωπο-κλειδί που φρόντισε να εκδοθούν τα σχετικά κρατικά διατάγματα ήδη από τη δεκαετία του ’70, ισχύοντα έως τις μέρες μας. Αυτό έγινε με μεγάλο προσωπικό κόστος, όπως τονίζει: «Το ότι μπήκαν από νωρίς κανόνες ήταν κάτι που –τότε τουλάχιστον– δεν άρεσε καθόλου στους συμπατριώτες μου. Ηθελαν όπως όλοι οι Ελληνες να κάνουν του κεφαλιού τους στο χτίσιμο. Ο πατέρας μου ερχόταν κάθε τόσο: “Τι τους έχεις κάνει; Πάω στον καφενέ και τσακώνομαι γιατί μου λένε ‘Ο γιος σου φταίει!’. Να μου εξηγήσεις να ξέρω τουλάχιστον”. Με αυτό το μαράζι πέθανε. Ηταν μια νίκη η προστασία, αλλά πύρρειος. Μπορεί μεν να διατηρήσαμε αρχιτεκτονικά σε κάπως καλό επίπεδο τον μεσαιωνικό οικισμό της Ανω Σύρου, όμως απειλείται πια η κοινότητα των ανθρώπων της.

Ο Ιωσήφ Στεφάνου, ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, ιδρυτής του Ινστιτούτου Σύρου, προστάτευσε από νωρίς την αρχιτεκτονική κληρονομιά του νησιού. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]
Κάποτε εδώ ήταν ένα πρότυπο συμβίωσης. Μια μάνα άκουγε το μωρό της γειτόνισσας να κλαίει και έτρεχε πρώτα εκείνη. Τώρα τα περισσότερα σπίτια είναι κλειστά το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου, διότι τα έχουν αγοράσει ξένοι ή Αθηναίοι. Ευτυχώς στην πλειονότητά τους τα σεβάστηκαν και τα έσωσαν. Πολλοί από τους ντόπιους σκέφτονται το εύκολο κέρδος, έτσι ξεφύτρωσαν μόνο μπαράκια τελευταία. Δεν καταλαβαίνουν ότι πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται. Βλέπουν τη Μύκονο στον ορίζοντα και τη ζηλεύουν, αλλά δεν παίρνουν μάθημα από τη σημερινή της κατάσταση», συμπλήρωσε ο Στεφάνου. Σκέφτηκα πως αν στις ημέρες μας σεργιανούσε ο Μάρκος Βαμβακάρης στον γενέθλιο τόπο του, θα του είχε έρθει συγκοπή όπως έλεγε και ο στίχος της Φραγκοσυριανής. Τα κουτούκια της εργατιάς με τη ρετσίνα μετατράπηκαν σε κοκτέιλ μπαρ. Ομως, κάθε φορά που με έπιανε απαισιοδοξία σε αυτή την τριήμερη διαδρομή στην αθέατη Σύρο, ερχόταν ως διά μαγείας και το αντιστάθμισμά της.
Μία φούντωση…
Οπως το επόμενό μας ραντεβού που ήταν με 15 πιτσιρίκια με μπουζούκια και κιθάρες. Μας περίμεναν λίγο πιο κάτω στα λευκά στενά, εκεί όπου βρίσκεται το άγαλμα του ρεμπέτη. Είναι οι μαθητές της Μεγάλης του Μάρκου Σχολής, αλλιώς «Εν Χορδαίς και Οργάνοις», που ιδρύθηκε το 2017 με την πρωτοβουλία του Σταύρου Ξαρχάκου και άλλων πεφωτισμένων ανθρώπων. «Προσπαθούμε με νύχια και με δόντια να κρατήσουμε ζωντανό το ρεμπέτικο, το λαϊκό και τη βυζαντινή παράδοση», μας εξηγούσε ο Αρίστος Βαμβακούσης, ένας επαγγελματίας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού που διδάσκει εκεί. Η Σχολή στην Ερμούπολη έχει 100 εγγεγραμμένους εκ των οποίων οι 40 μαθαίνουν μουσική και οι υπόλοιποι εικαστικά και ελεύθερο σχέδιο. «Το παλεύουμε και όσο υπάρχουν τέτοιες προσπάθειες η Σύρα δεν θα γίνει μόνο τουρισμός. Εκτός από εμάς υπάρχουν και πολλές θεατρικές ομάδες, ομάδες χορού, αθλητικοί σύλλογοι, πυρήνες ανθρώπων που δίνουν αγώνα να υπάρχει ποικιλία και ερεθίσματα τους μήνες εκτός θερινής σεζόν. Αυτό μας σώζει, η ζωή τον χειμώνα».
«Τα καινούργια εστιατόρια για τα μεγάλα πορτοφόλια είναι απλησίαστα για εμάς. Παλιά σ’ ένα ταβερνάκι έδινες 17 ευρώ το άτομο. Τώρα ίδια τιμή κοντεύει να έχει το κοκτέιλ», σχολιάζει ο μουσικός Αρίστος Βαμβακούσης.
«Το τρελό είναι βέβαια ότι βγάζουμε νέους στη Σχολή που αγαπάνε τη μουσική και δεν έχουν ένα μαγαζί να παίξουν στη Σύρο. Και δεν είναι ότι έχουν κλείσει μόνο τα ρεμπετάδικα. Μετά τον Οκτώβρη δεν βρίσκεις εύκολα ούτε ταβέρνα να φας», λέει ο Βαμβακούσης. «Ο λόγος είναι ότι στην εστίαση έχουν πλέον μπει –μετά την πανδημία– επιχειρηματίες που δεν είναι ντόπιοι και δεν τους νοιάζει να κρατήσουν τα μαγαζιά ανοιχτά τους δύσκολους μήνες. Αλλά και το καλοκαίρι η κατάσταση δεν είναι καλύτερη, ψάχνεις να βρεις μια χωριάτικη και έναν κεφτέ. Τα καινούργια εστιατόρια για τα μεγάλα πορτοφόλια είναι απλησίαστα για εμάς. Παλιά σ’ ένα ταβερνάκι έδινες 17 ευρώ το άτομο και ο ιδιοκτήτης ήταν όλη τη μέρα στην κουζίνα πάνω στα τηγάνια. Τώρα, ίδια τιμή κοντεύει να έχει το κοκτέιλ που ετοιμάζεται σε ένα λεπτό. Τι θα προτιμήσει ένας επιχειρηματίας από τα δύο; Είναι αστείο αλλά νοσταλγούμε τη Σύρα που υπήρχε πέντε χρόνια πριν», λέει ο Βαμβακούσης. Δίπλα του κάθεται ο 54χρονος Λευτέρης Ζάννες, μεγαλύτερος σε ηλικία μαθητής της Σχολής. Είναι μεσίτης, είχε ζήσει στην Αθήνα και επέστρεψε στα πάτρια.
Το μπόλιασμα
«Εχουμε αρκετούς μόνιμους κατοίκους από το εξωτερικό και την Αθήνα που έχουν μπολιάσει καλά το νησί. Το επιλέγουν διότι έχουμε αεροδρόμιο, καθημερινή ακτοπλοϊκή σύνδεση και νοσοκομείο. Είναι μέρος ασφαλές, αφήνουμε τα κλειδιά πάνω στην πόρτα και οι 20.000 κάτοικοι κάνουν τον τόπο να ζει όλες τις εποχές. Πέραν αυτού η Σύρα έχει την ιστορία και τον πολιτισμό της, αυτή είναι η “πανοπλία” που την προστατεύει επειδή προσελκύει πιο ψαγμένους ανθρώπους και όχι αυτούς που θέλουν απλώς ένα σπίτι διακοπών. Τα τελευταία χρόνια βέβαια συντελείται σε όλες τις Κυκλάδες μια αλλαγή που αν δεν μπει φρένο θα διαλυθεί η κατάσταση. Θα γίνει εδώ ό,τι και στην Πάρο όπου πελάτες μου θέλουν να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους και να βρουν κάτι στη Σύρα επειδή ακόμα είναι πιο ήσυχα. Είμαστε στο μεταίχμιο. Κάποτε είχε μετρημένα στα δάχτυλα Airbnb στο νησί μας, τώρα είναι πάρα πολλά. Τα νοίκια έχουν ανέβει και οι δάσκαλοι, οι πυροσβέστες και οι φοιτητές δεν βρίσκουν πού να μείνουν», λέει ο Ζάννες. Τον ρώτησα αν και εκείνος που είναι μεσίτης έχει ευθύνη. «Αλήθεια είναι και αναλαμβάνω το μερίδιο που μου αναλογεί. Ως και που σκέφτομαι να αλλάξω δουλειά. Μέχρι να το κάνω τουλάχιστον φροντίζω αυτοί που θα αγοράσουν σπίτια να είναι καλές περιπτώσεις».
Διαβάστε εδώ την συνέχεια του άρθρου.