Σε μια αφήγηση – ποταμό με πλήθος από πραγματολογικές παρατηρήσεις, κρίσιμες λεπτομέρειες, αλλά και έντονα προσωπικό τόνο και πάντως μακριά από το γνώριμο, θεσμικό ύφος της γερμανικής Καγκελαρίας, η «σιδηρά Κυρία» της ευρωζώνης, Άνγκελα Μέρκελ εξιστορεί στην αυτοβιογραφία της το «ελληνικό δράμα», δηλαδή όλα τα στάδια αντιμετώπισης της κρίσης χρέους στην ευρωζώνης, η οποία απείλησε υπαρξιακά την συνοχή της.
Σαν σε ιδιωτικό ημερολόγιο και αποδίδοντας ρόλους, ευθύνες και πρωτοβουλίες σε όλους τους θεσμικούς πρωταγωνιστές της εποχής, η Άνγκελα Μέρκελ διατρέχει τους κορυφαίους σταθμούς της δημιουργίας των προγραμμάτων διάσωσης για τον ευρωπαϊκό Νότο, αρχής γενομένης από την Ελλάδα. Αρχικά ανυποψίαστη, μετέχοντας τον Φεβρουάριο του 2010 σε μια άτυπη σύσκεψη στη βιβλιοθήκη Σολβέ, η τότε Γερμανίδα Καγκελάριος συνειδητοποιεί βαθμιαία, αλλά ταχύτατα το βαθμό επικινδυνότητας της δημοσιονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, αλλά και την δραματική εξέλιξη της ευρωζώνης, σε περίπτωση που οι χώρες του Νότου κατέρρεαν, αναλαμβάνοντας τα ηνία των προγραμμάτων διάσωσης, τα οποία, όπως περιγράφει, οικοδομήθηκαν βήμα βήμα και σχεδόν… χειροποίητα, μέσα σε αεροπλάνα, αίθουσες συσκέψεων, εστιατόρια και… χώρους μακιγιάζ.
Με διαρκή μέσα της την αίσθηση του κατεπείγοντος, η Άνγκελα Μέρκελ περιγράφει τα μνημόνια ως την «ύστατη λύση», ενώ αναστοχάζεται, σχεδόν αυτοκριτικά, λέγοντας πως «είχα όμως δίκιο; Πράγματι δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις που απλώς δεν είχαμε επιλέξει; Ότι υπάρχουν πάντα εναλλακτικές λύσεις στη ζωή είναι βέβαιο». Με τα εμπόδια, ωστόσο, να εγείρονται τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και στο εγχώριο (γερμανικό) επίπεδο, η κυρία Μέρκελ επέλεξε να συνδυάσει την οικονομική βοήθεια με ένα πακέτο επώδυνων διαρθρωτικών αλλαγών. «Το μόνο αληθές είναι πως δεν ήμουν πρόθυμη να βοηθήσω την Ελλάδα προτού παρουσιάσει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» αναφέρει χαρακτηριστικά, κατονομάζοντας ως μοναδικό της σύμμαχο στην κυβέρνησή της τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αν και ο τελευταίος έπεσε λιπόθυμος, στο άκουσμα του ποσού που θα κατέβαλε η Γερμανία για το ελληνικό πρόγραμμα.
Εκτός από την πλήρη κινητοποίηση όλων των επικεφαλής των θεσμικών ευρωπαϊκών οργάνων, ακλόνητος σύμμαχος στην προσπάθεια της Άνγκελα Μέρκελ να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους υπήρξε η Γαλλία, οι Πρόεδροι της οποίας υπεραμύνθηκαν της λογικής δημοσιονομικής στήριξης των χωρών του Νότου, ενώ από τις γραμμές των απομνημονευμάτων της πρώην Γερμανίδας Καγκελάριου δεν λείπουν και οι αναφορές στους τρεις Έλληνες Πρωθυπουργούς των μνημονίων. Για τον Γιώργο Παπανδρέου, η κυρία Μέρκελ εμφανίζεται δυσαρεστημένη από τους ρυθμούς αντίδρασής του, ενώ στις φειδωλές αναφορές της στην κυβέρνηση Σαμαρά, σημειώνει ότι απέτυχε των στόχων που είχαν τεθεί. Στον αντίποδα, η Άνγκελα Μέρκελ τοποθετείται με εγκωμιαστικό τρόπο απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα και την στρατηγική διαπραγμάτευσής του με τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές, περιγράφοντας πως «η πλειονότητα των Ελλήνων απέρριψε το πρόγραμμα, ήθελε ωστόσο να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Αυτό έδειξε η επανεκλογή του Τσίπρα στις νέες, πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015. Το ευρώ είχε αποδειχτεί ισχυρότερο».
Στο δρόμο προς το πρώτο μνημόνιο
Τίποτα, ωστόσο, δεν προμήνυε το τι θα ακολουθούσε τα επόμενα εννέα χρόνια, όταν η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ προσκλήθηκε σε μια μυστική σύσκεψη στη βιβλιοθήκη Σολβέ, στις Βρυξέλλες στις αρχές του Φεβρουαρίου 2010, προκειμένου να βολιδοσκοπηθούν οι προθέσεις όλων των εκφράσεων της ευρωπαϊκής ηγεσίας απέναντι στην υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας.
Όπως περιγράφει η ίδια, «τρεις μήνες αργότερα, την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010, ο Χέρμαν βαν Ρομπέι είχε προσκαλέσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων σε έκτακτη σύνοδο στις Βρυξέλλες. Ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου ήταν ο πρώτος πλήρους απασχόλησης πρόεδρος του Συμβουλίου της Ε.Ε. μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009. Στη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου το πρώτο εξάμηνο του 2007 είχαμε θέσει τις βάσεις για τη νέα αυτή συνθήκη, η οποία υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2007 στη Λισαβόνα, στη διάρκεια της πορτογαλικής προεδρίας. Η νέα συνθήκη αντικατέστησε τη Συνταγματική Συνθήκη που υπεγράφη μεν το 2004, αλλά δεν επικυρώθηκε λόγω δημοψηφισμάτων στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες την άνοιξη του 2005. Θεμελιώδη στοιχεία της Συνταγματικής Συνθήκης ενσωματώθηκαν στη Συνθήκη της Λισαβόνας – μεταξύ αυτών και ένας νέος τρόπος εργασίας για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στο εξής, μόνο οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων και ο πρόεδρος της Επιτροπής ήταν μέλη του Συμβουλίου, με επικεφαλής πλέον έναν πρόεδρο πλήρους απασχόλησης, αντί ενός από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της Ε.Ε., οι οποίοι εναλλάσσονταν κάθε έξι μήνες.
Στις συνεδριάσεις συμμετείχε και ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, ο οποίος ήταν και αντιπρόεδρος της Επιτροπής, όχι όμως πλέον οι υπουργοί Εξωτερικών και οι συνεργάτες των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων.
Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπέι μάς προσκάλεσε σε μια έκτακτη συνάντηση, για να γνωριστούμε καλύτερα και να συζητήσουμε τους στόχους μας επί της αρχής. Ειδικότερα, θα συζητούσαμε τη συνέχιση της στρατηγικής της Λισαβόνας, προκειμένου να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητά μας μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Για να τονιστεί ο ανεπίσημος χαρακτήρας της συνάντησης, δεν επρόκειτο να λάβει χώρα στο αποστειρωμένο κτίριο του Συμβουλίου, όπως συνήθως, αλλά στη βιβλιοθήκη Σολβέ, ένα μεγαλοπρεπές κτίριο που ανήγειρε ο Βέλγος βιομήχανος Έρνεστ Σολβέ στις αρχές του 20ού αιώνα, στις Βρυξέλλες. Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς. Την προηγούμενη ημέρα μού τηλεφώνησε στις δωδεκάμισι το μεσημέρι ο Νικολά Σαρκοζί. Ανήσυχος για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, πρότεινε μια συνάντηση σε κλειστό κύκλο με τον Χέρμαν βαν Ρομπέι, στο κτίριο του Συμβουλίου το πρωί της επομένης, πριν από την επίσημη συνάντηση στη βιβλιοθήκη Σολβέ, παρουσία και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ζαν-Κλοντ Τρισέ.
Ο Ούβε Κορσέπιους, σύμβουλός μου σε θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής, με είχε ήδη ενημερώσει πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βρισκόταν σε συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση για τον προϋπολογισμό της χώρας. Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, τον Οκτώβριο του 2009, η νέα κυβέρνηση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου διενήργησε ταμειακό έλεγχο και ενημέρωσε τους Έλληνες πολίτες ότι το έλλειμμα του ελληνικού προϋπολογισμού δεν ήταν 3,7% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, όπως είχε δηλωθεί την άνοιξη, αλλά 12,7%. Αυτό οδήγησε σε αύξηση των επιτοκίων των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Στα τέλη του 2009 ο Παπανδρέου ζήτησε τη συνδρομή του διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος-Καν, ο οποίος ωστόσο δήλωσε αναρμόδιος, καθώς η Ελλάδα ήταν μέρος μιας νομισματικής ένωσης, και τον παρέπεμψε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η τελευταία απαίτησε από την Ελλάδα να μειώσει το έλλειμμά της κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες το 2010. Ο Παπανδρέου συμφώνησε αρχικά, όμως δεν παρουσίασε κάποιο σχέδιο για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Στην τηλεφωνική μας συνομιλία είπα στον Σαρκοζί ότι δεν έβλεπα τι μπορούσαμε να κάνουμε για την Ελλάδα την επόμενη ημέρα. Πίστευα πως μια συνάντηση χωρίς σαφή στόχο θα ήταν αντιπαραγωγική, καθώς θα μπορούσε να προκαλέσει πρόσθετη αβεβαιότητα. Όμως ο Σαρκοζί επέμεινε και ανέφερε ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής Μπαρόζο και ο Βαν Ρομπέι συμμερίζονταν την άποψή του. Το τι ακριβώς είχε στο μυαλό του δεν μου ήταν σαφές. Άφησα το ενδεχόμενο της συμμετοχής μου ανοιχτό και υποσχέθηκα να επικοινωνήσω και με τους δύο. Το απόγευμα επικοινώνησα πρώτα τηλεφωνικά με τον Παπανδρέου, ο οποίος περιέγραψε μεν την κατάσταση στη χώρα του ως τεταμένη, δεν μου έδωσε ωστόσο την εντύπωση ότι έκρινε επείγουσα την ανάληψη δράσης. Ο Μπαρόζο και ο Βαν Ρομπέι, απεναντίας, όπως μου είπαν αργά το απόγευμα στο τηλέφωνο, συμμερίζονταν την άποψη του Σαρκοζί. Συμφώνησα λοιπόν να γίνει η συνάντηση, αν και δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη τι περίμενε εμένα, και κατά συνέπεια τη Γερμανία. Το επόμενο πρωί πήρα το αεροπλάνο για τις Βρυξέλλες, προσγειώθηκα λίγο πριν από τις δέκα και πήγα κατευθείαν στην έδρα του Συμβουλίου. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε μία από τις αίθουσες συνεδριάσεων του Βαν Ρομπέι. Όταν έφτασα, ο ίδιος, ο Μπαρόζο, ο Παπανδρέου, ο Σαρκοζί και ο Τρισέ ήταν ήδη εκεί. Καθένας από μας είχε τη δυνατότητα να έχει μαζί του στη σύσκεψη έναν συνεργάτη και έναν διερμηνέα. Για μένα τα πρόσωπα αυτά ήταν ο Ούβε Κορσέπιους και η διερμηνέας μας, Ντοροτέ Κάλτενμπαχ· ο Γενς Βάιντμαν και ο Ούλριχ Βίλχελμ, που είχαν επίσης έρθει μαζί μου στις Βρυξέλλες, βρίσκονταν σε μια διπλανή αίθουσα.
Μιλούσαμε αγγλικά μεταξύ μας – τουλάχιστον όσο ήταν εφικτό. Καθίσαμε σε πολυθρόνες, μας πρόσφεραν έναν καλό βελγικό εσπρέσο κι ένα ποτήρι νερό. Αν θυμάμαι καλά, ο Χέρμαν βαν Ρομπέι ζήτησε από τον Τρισέ να μιλήσει πρώτος. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ εξήγησε ότι τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων αυξάνονταν συνεχώς. Αυτό σήμαινε ότι το ελληνικό κράτος σύντομα δεν θα ήταν πλέον σε θέση να χρηματοδοτείται από την αγορά. Τα λεγόμενα spreads, δηλαδή η διαφορά επιτοκίου για την αγορά ενός ελληνικού και ενός γερμανικού κρατικού ομολόγου με την ίδια διάρκεια, ήταν ήδη γύρω στο 4%. Ο Τρισέ κατέληξε ως εξής: «Η Ελλάδα πρέπει να λάβει βοήθεια τώρα· αλλιώς δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η χώρα θα είναι την άνοιξη σε θέση να αντλήσει χρήματα από την κεφαλαιαγορά». Όπως και την προηγούμενη ημέρα, δεν μου ήταν ακόμη σαφές σε τι θα έπρεπε να συνίσταται η βοήθεια· περίμενα ν’ ακούσω τη συνέχεια. Ο Μπαρόζο δήλωσε πως συμμερίζεται την άποψη του Τρισέ, το ίδιο και ο Σαρκοζί.
Ο Γάλλος πρόεδρος αναφέρθηκε και στα μέτρα λιτότητας της Επιτροπής για την Ελλάδα: «Η εξοικονόμηση 4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ είναι ένας σίγουρος τρόπος για να ξεσπάσουν εξεγέρσεις στους δρόμους!» φώναξε οργισμένος. «Περισσότερες κρατικές δαπάνες χρειαζόμαστε τώρα, πάνω στην οικονομική κρίση, όχι λιγότερες! Η Ελλάδα πρέπει να βοηθηθεί!» Ρώτησα: «Σε τι πρέπει να συνίσταται η βοήθεια;» «Η Ελλάδα χρειάζεται χρήματα» απάντησε ο Τρισέ. Είχαμε φτάσει στην ουσία του θέματος. Η Ελλάδα χρειαζόταν χρήματα. Όλοι, εκτός από μένα και τον Παπανδρέου, έγνεψαν καταφατικά. Εντούτοις, ένας από τους σημαντικότερους όρους υπό τους οποίους πραγματοποιήθηκε η ένταξη της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση ήταν η ρήτρα μη διάσωσης, δηλαδή η υποχρέωση κάθε κράτους να επωμίζεται την αποπληρωμή των δικών του χρεών. Η ρήτρα αυτή ήταν κατοχυρωμένη στις Συνθήκες της Ε.Ε. Όλοι στην αίθουσα γνώριζαν τη νομική όψη του ζητήματος, όμως κανέναν δεν έδειχνε να τον απασχολεί. «Βεβαίως θέλω να συνδράμω κι εγώ, είμαστε μια κοινή ευρωζώνη» είπα σε διαλλακτικό τόνο. «Όμως χρήματα δεν μπορώ επ’ ουδενί να διαθέσω» έσπευσα να προσθέσω. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο Παπανδρέου δεν είχε πει ακόμη τίποτα, οπότε τον ρώτησα ευθέως: «Εσύ τελικά τι θέλεις;». Η απάντηση ήταν ότι δεν ήθελε τίποτα, αλλά πως η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ο Τρισέ επέμενε, και μάλιστα με αυξανόμενη ένταση, πως έπρεπε να δοθεί βοήθεια στην Ελλάδα, αλλιώς θα κινδύνευαν κι άλλες χώρες της ευρωζώνης με υψηλά επίπεδα χρέους. Ο Μπαρόζο, που γνώριζε πολύ καλά την κατάσταση στην πατρίδα του την Πορτογαλία, συμφώνησε. Προτίμησα να συνεχίσω στα γερμανικά, παρακάλεσα την Ντοροτέ Κάλτενμπαχ να μεταφράζει στα αγγλικά. Ήθελα να είμαι ακριβής. «Δεν μπορώ να διαθέσω χρήματα, διότι δεν μπορώ να συμμετέχω στην παραβίαση των Συνθηκών. Το συνταγματικό δικαστήριό μας έχει αποφανθεί σαφώς επ’ αυτού. Ισχύει η ρήτρα μη διάσωσης της Συνθήκης της Λισαβόνας. Αρνούμαι να παραβιάσω τον νόμο, έχοντας πλήρη επίγνωση των κινδύνων» είπα ξεκαθαρίζοντας πλέον απερίφραστα τη θέση μου κι ενώ με τριγύριζε και μια άλλη σκέψη: Όλοι εδώ θέλουν κάτι από σένα. Γιατί κανείς δεν πιέζει την Ελλάδα να κάνει οικονομίες;
«Πότε θα παρουσιάσεις στην Επιτροπή τα σχέδιά σου για την εξοικονόμηση των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ;» ρώτησα τον Παπανδρέου. «Αυτό προέχει αυτή τη στιγμή, προκειμένου να περάσεις στις χρηματαγορές το μήνυμα ότι μπορούν να σας εμπιστευτούν ξανά». Ο Παπανδρέου απάντησε ότι χρειάζεται χρόνο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Εν μέσω αυτής της ασφυκτικής πίεσης να γίνει κάτι για την κατάσταση, ο ίδιος συμπεριφερόταν σαν να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά του. Μιλούσαμε έντονα και ταυτόχρονα, μιλούσαμε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Οι διερμηνείς μετά βίας προλάβαιναν να μας ψιθυρίζουν τα λεγόμενά μας στο αυτί. Αναζήτησα με το βλέμμα τον Κορσέπιους, που καθόταν πίσω μου, και συμπέρανα από το δικό του πως το σωστό ήταν να μην πω τίποτα.
Όλο αυτό συνεχίστηκε για δύο ώρες γεμάτες, μέχρι που ο Χέρμαν βαν Ρομπέι πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Είχε προφανώς αποκομίσει την εντύπωση ότι κάθε επιχείρημα είχε εκτεθεί διεξοδικά τουλάχιστον μία φορά και ότι η συζήτηση έκανε κύκλους. «Σε αυτή την κατάσταση, δεν μπορούμε να φύγουμε από την αίθουσα χωρίς μια γραπτή ενημέρωση του κοινού σχετικά με το αποτέλεσμα. Πάνω σ’ αυτό πρέπει να δουλέψουμε τώρα» εξήγησε ήρεμα, υπενθυμίζοντάς μας ότι οι συνάδελφοί μας περίμεναν στη βιβλιοθήκη Σολβέ. Είχε απόλυτο δίκιο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που αναγνώρισα και εκτίμησα το μεγάλο του χάρισμα να συνοψίζει αμφιλεγόμενες συζητήσεις, και μάλιστα σε συναινετικό τόνο. Αυτό επρόκειτο να γίνει το σήμα κατατεθέν της προσωπικότητάς του στη διάρκεια της πενταετούς θητείας του ως προέδρου του Συμβουλίου.
Αναγνωρίσαμε ότι όλα τα μέλη της ευρωζώνης έφεραν από κοινού την ευθύνη για την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε αυτήν και συμφωνήσαμε σε πέντε σημεία: Καλέσαμε την Ελλάδα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για τη μείωση του χρέους της. Ζητήσαμε από το Συμβούλιο των Ευρωπαίων Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών να εγκρίνει στη συνεδρίασή του στις 16 Φεβρουαρίου 2010, δηλαδή σε πέντε ημέρες, τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που θα προτείνει στο μεταξύ η Ελλάδα. Η Επιτροπή θα παρακολουθούσε στενά την εφαρμογή των μέτρων στην Ελλάδα από κοινού με την ΕΚΤ, αξιοποιώντας την εμπειρία του ΔΝΤ. Έκρινα σημαντική τη συμμετοχή του ΔΝΤ: οι έμπειροι συνεργάτες του θα αξιολογούσαν τις ελληνικές προτάσεις πιο αμερόληπτα απ’ ό,τι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα· θεωρούσα πράγματι υπαρκτό το ενδεχόμενο μιας υπερβολικής επιείκειας απέναντι στην Ελλάδα, κι αυτό με ανησυχούσε. Επίσης, δηλώσαμε στο κείμενο ότι, σε περίπτωση κινδύνου για τη σταθερότητα της ευρωζώνης συνολικά, τα μέλη της ευρωζώνης θα αναλάμβαναν στοχευμένη και συντονισμένη δράση. Καταλήξαμε δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν είχε ζητήσει ακόμη οικονομική βοήθεια. Όλα αυτά μπορούσα να τα υπογράψω. Ο Χέρμαν βαν Ρομπέι είχε φιλτράρει με ενστικτώδη βεβαιότητα το υλικό της κοκορομαχίας, αναδεικνύοντας αυτό το κάτι που μας συνέδεε θετικά».
Η φιλοσοφία της διάσωσης
Η πρώην Γερμανίδα Καγκελάριος αναπαριστά με έντονη γλαφυρότητα τις στιχομυθίες ανάμεσα σε κορυφαίους ευρωπαϊκούς παράγοντες, αλλά και το βαθμό αντίδρασής τους κάθε φορά, σε μια λύση και διασφάλιση της ευρωζώνης που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά και σχεδόν… «πειραματικά», καθώς παρέμενε επί καιρό άγνωστο αν το ελληνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να υλοποιηθεί, αφού πρώτα Βερολίνο και Βρυξέλλες έβρισκαν τα απαιτούμενα χρήματα.
«Όπως φάνηκε στην πορεία, εκείνο το πρωινό του Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες είχαμε ήδη αποτυπώσει στο χαρτί όλη τη φιλοσοφία της διάσωσης του ευρώ. Τα κράτη-μέλη έπρεπε να λαμβάνουν στο εσωτερικό τους τα απαραίτητα μέτρα, τα οποία θα αξιολογούσαν η Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ – τα τρία θεσμικά όργανα που επρόκειτο να ονομαστούν τρόικα. Κανένα κράτος δεν θα αναλάμβανε το χρέος άλλου κράτους-μέλους της ευρωζώνης, όμως όλα μαζί θα συνέβαλλαν από κοινού στη διασφάλιση της σταθερότητάς της εντός της. Η κοινή δράση ως έσχατη λύση, ως ultima ratio. Σε αυτή τη βάση ήμουν σε θέση να εργαστώ, διότι και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε συνδέσει τη συμμετοχή της Γερμανίας στη νομισματική ένωση με τη σταθερότητά της. Αντίστροφα, αυτό σήμαινε ότι και η Γερμανία έπρεπε να κάνει το κατά δύναμιν για να διασφαλίσει τη σταθερότητα, χωρίς ωστόσο να αναλαμβάνει χρέη άλλων.
Το κείμενο περιέγραφε την πορεία που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν όλοι από κοινού. Ταυτόχρονα, ήταν αρκετά γενικό ώστε να αφήνει επαρκή περιθώρια ελιγμών για μελλοντικές εξελίξεις. Αυτή ήταν η διπλωματία στα καλύτερά της. Ήμουν ενθουσιασμένη. Έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση, φτάσαμε τελικά μαζί με τους άλλους στην εμβληματική, ιστορική αίθουσα της βιβλιοθήκης Σολβέ. Η διάθεση των ομολόγων μας που περίμεναν εκεί ήταν κακή. Ο Χέρμαν βαν Ρομπέι ενημέρωσε τη μεγάλη ομάδα σχετικά με τη συζήτησή μας στη μικρή ομάδα. Όλοι ενέκριναν το κείμενο. Το θέμα χάριν του οποίου συγκλήθηκε αυτή η έκτακτη σύνοδος της Ε.Ε., δηλαδή η συνέχιση της στρατηγικής της Λισαβόνας με στόχο τη βελτίωση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέλαβε ελάχιστο από τον χρόνο μας.
Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, το ευρώ είχε πλέον πρόβλημα. Τα εκτεταμένα προ γράμματα τόνωσης της οικονομίας που είχαμε ορθώς υιοθετήσει ήταν ωστόσο εν μέρει υπεύθυνα γι’ αυτό. Τώρα είχαμε μια κρίση δημόσιου χρέους σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης. Ο Νικολά Σαρκοζί κι εγώ αποφασίσαμε να εμφανιστούμε μαζί στον Τύπο στο τέλος της συνεδρίασης του Συμβουλίου. Από τη δριμεία αντιπαράθεση, περάσαμε πάλι στη μεγάλη εγγύτητα – αυτή τη φορά ομολογουμένως με τη βοήθεια του Χέρμαν βαν Ρομπέι. Θεωρήσαμε ότι αυτό ήταν ένα σημαντικό μήνυμα που έπρεπε να στείλουμε στο κοινό.
Διαβάστε εδώ την συνέχεια του άρθρου