«Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σε μένα τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων»,
διαβάζουμε στο «Άξιον Εστί» του Ελύτη, του αχθοφόρου της Ελληνικής παράδοσης ποιητή του Αιγαίου, του διαχρονικού Έλληνα, που «άλλα πλούτη δεν είδε, κι άλλα πλούτη δεν άκουσε, παρά βρύσες κρύες να τρέχουν»!...
Πρόκειται, γι’ αυτό που σε άλλο σημείο ονομάζει «αρχαία πείνα», την πενία της Ελλάδας και των κατοίκων της, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα….
Το θέμα της ελληνικής πενίας έχει βρεί την κλασσική του διατύπωση στην Ιστορία του Ηροδότου.
Συγκεκριμένα, πριν επιτεθεί ο Ξέρξης στην Ελλάδα, ζήτησε από τον εξόριστο Σπαρτιάτη βασιλιά Δημάρατο, που είχε καταφύγει στην αυλή του, πληροφορίες για το χαρακτήρα, τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής των Ελλήνων. Μεταξύ άλλων, ο Δημάρατος του είπε ότι «η φτώχεια ήταν πάντα σύντροφος στην Ελλάδα, ενώ η αρετή των Ελλήνων είναι συνδυασμός σοφίας και νόμου! Μ’ αυτή την αρετή, η Ελλάδα πολεμάει ταυτόχρονα και τη φτώχεια και το δεσποτισμό».
Έτσι φορτίστηκε περισσότερο η αντίθεση Ελλήνων και Περσών: από τη μια η πενία και η «νόμω αρετή» των Ελλήνων, κι από την άλλη η «ύβρις», η αλαζονία, των πλούσιων Περσών…
Στα «Ανοιχτά Χαρτιά» ο ίδιος Νομπελίστας ποιητής διαπιστώνει ότι τις συνιστώσες της πραγματικής φύσης της Ελλάδας αποτελούν το φως, η πενία και η θάλασσα, αλλά, ταυτόχρονα, προσθέτει: «Είναι ύβρις, βέβαια, να εξυμνεί κανείς τη φτώχεια. Ωστόσο, με το πέρασμα των αιώνων, η φτώχεια μαζί με τα δεινά που ήταν φυσικό να συμπαρασύρει, έφτασε να πάρει στην Ελλάδα ένα άλλο νόημα, ηθικό, να διαμορφώσει μιαν ειδικού βάρους Αρετή, που την είδαμε να παίρνει τη μορφή του Αγωνιστή στους άντρες, της Καρτερίας στις γυναίκες, και που αυτή, τελικά, επέτρεψε την επιβίωση ενός λαού στο πείσμα μιας πεντηκοντάδας κατακτητικών κυμάτων»!...
Από την άλλη, όμως, αυτή ακριβώς η εγγενής φτώχεια των Ελλήνων, φτώχεια, που προέρχεται από το κατά Θουκυδίδη «λεπτόγεων» της Ελληνικής γης, την έλλειψη εύφορων εδαφών, πλουτοπαραγωγικών πηγών και πρώτων υλών, η ίδια φτώχεια, που διαμόρφωσε τον Αγωνιστή, έγινε ή γίνεται και μέσο, που εκμεταλλεύονται οι Άλλοι, για να διχάσουν το λαό.
Πάλι ο Ηρόδοτος διασώζει την πληροφορία ότι οι Θηβαίοι, που «μήδισαν», συμμαχώντας με τον κοινό των Ελλήνων Ασιάτη εχθρό, συμβούλευσαν τον Πέρση στρατηγό Μαδρόνιο, πριν τη μάχη των Πλαταιών «στείλε χρήματα σε όσους κατέχουν την εξουσία στις πόλεις και έτσι θα διχάσεις την Ελλάδα»…
Το ίδιο τον συμβούλευσε και ο σύμβουλός του Αρτάβαζος: «έχεις πολύ χρυσάφι και ασήμι, φανερό και κρυφό… χωρίς να το λυπηθείς, στείλε το στους Έλληνες, και μάλιστα στους προεστώτες των πόλεων και γρήγορα αυτοί θα παραδώσουν την ελευθερία τους»!
Η πενία, λοιπόν, δεν δημιουργεί μόνο αρετή! Κρύβει και τον κίνδυνο δωροδοκίας και εκμαυλισμού αδύναμων στη θέληση πολιτικών ηγετών….
Φτώχεια και ελευθερία ή πλούτος και υποτέλεια, είναι για τους Έλληνες το δίλημμα των αιώνων, ο διαρκής πειρασμός, που τόσο έντονα βίωσαν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Μεσολογγίου και τόσο πικρά βιώνουν οι σύγχρονοι Έλληνες…
Γιατί, και ως άτομα και ως Κράτος, θελήσαμε να γίνουμε πλούσιοι, χωρίς να είμαστε και χωρίς αντικειμενικά να το μπορούμε… Απλώσαμε τα πόδια μας σε δανεικά στρώματα, και τώρα «παγώνουμε», επειδή μας τα πήρανε!
Αφού, βέβαια, πρώτα «παγώσαμε» ψυχικά, «στεγνώσαμε» πνευματικά, «αφυδατωθήκαμε» συναισθηματικά, παρασυρθήκαμε από τις Σειρήνες του εύκολου, ακοπίαστου και γρήγορου πλουτισμού, «οξειδωθήκαμε στη νοτιά των ανθρώπων», αλλοτριωθήκαμε από το αίσθημα της κοινωνικής ευθύνης και μεταβληθήκαμε σε καταναλωτικές μονάδες, απεμπολώντας στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου και νόθου εκσυγχρονισμού αξίες και συνήθειες, που σμίλεψαν την εθνική μας ταυτότητα και ιδιαιτερότητά μας, ακόμα και μέρος της εθνικής ανεξαρτησίας μας.
Καθώς, τούτες τις μέρες, όλοι υπολογίζουμε πόσα «θα χάσουμε» από τις πολυτέλειες της καθημερινότητάς μας, η πρόταση του σύγχρονου συγγραφέα Γιάννη Ξανθούλη φαντάζει όχι μόνο ρομαντική, αλλ’ ίσως και αναγκαία ρεαλιστική:
«Να ξαναγίνουμε φτωχοί. Οπως ήμασταν πάντα. Οπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών, που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες, όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθήσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο σκύλος περίμεναν στωικά να ‘ρθει η σειρά τους…
»Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου»…
»Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τους τριτοκοσμικούς.
»Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού…»
† Ο ΣΥΡΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΣ Β΄
(Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Η ΣΦΗΝΑ», της 19.03.2010)