Η Σύρος βρίσκεται στο κεντρικό σημείο των Κυκλάδων και όπως αποδεικνύεται από τις αρχαιολογικές έρευνες, πρωτοκατοικήθηκε στην προϊστορική εποχή (4.000 π.Χ.) και αργότερα κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3.000 π.χ.)
Η πρώτη ιστορική αναφορά γίνεται από τον Όμηρο που την αναφέρει ως «Συρίη» και την αποκαλούσε από τότε ως «δίπολις», δηλαδή είχε δύο πόλεις: την Ποσειδωνία και τη Φοινική. Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν Φοίνικες, εξ ου και το όνομα Σύρος που προέρχεται από την «Ουσύρα» (:ευτυχής) ή το «Συρ» (:βράχος).
Η αρχαία Ερμούπολη χτίστηκε από τους Ίωνες και αργότερα κατοικήθηκε από Πέρσες κατακτητές, Ρωμαίους, Φράγκους και Τούρκους, οι οποίοι άφησαν ο καθένας το δικό του πολιτιστικό στίγμα.
Εκείνοι όμως που σφράγισαν με την παρουσία τους το νησί δεν ήταν άλλοι από τους Ενετούς, που έκαναν τη Σύρο ένα σπουδαίο εμπορικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η μανία όμως των πειρατών, με τον καιρό ανάγκασε τους κατοίκους να μεταφέρουν την πρωτεύουσα στο λόφο, εκεί που σήμερα δεσπόζει ο μεσαιωνικός οικισμός της Άνω Σύρου, με την εκκλησία του Σαν Τζόρτζη.
Όταν το νησί περιήλθε στην κυριαρχία των Γάλλων, η Άνω Σύρος κατοικήθηκε από καπουτσίνους οι οποίοι ίδρυσαν μια μικρή μονή που λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Η μεγάλη όμως οικονομική άνθηση της Ερμούπολης ήλθε μετά την επανάσταση του 1821, όταν μια ομάδα προσφύγων από τα Ψαρά, τη Χίο, την Κρήτη και τη Μικρά Ασία, εγκατέστησαν εδώ τις ναυτικές και εμπορικές τους δραστηριότητες. Η περίοδος της ακμής κράτησε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Σήμερα, η αίγλη του παρελθόντος αντανακλάται στα σπουδαία αρχιτεκτονικά μνημεία των περασμένων αιώνων, αλλά και στις πλούσιες και μακροπαράδοτες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις «Ερμουπόλεια» που διοργανώνονται κάθε χρόνο στα τέλη Ιουνίου.