Όσοι έχουμε βρεθεί σε νυχτερινή πτήση έχουμε απολαύσει το θέαμα που προσφέρει η επιφάνεια της Γης, όταν τα νυχτερινά φώτα αναδεικνύουν μοτίβα που παραπέμπουν σε έργα τέχνης. Εκτός όμως από το εντυπωσιακό θέαμα, τα νυχτερινά φώτα αποτελούν μια πολύτιμη πηγή πληροφορίας για τις δραστηριότητες του ανθρώπου και την αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον.
Στο πλαίσιο της εξερεύνησης αυτού του πεδίου, η NASA καταγράφει συστηματικά τον νυχτερινό φωτισμό του πλανήτη μας. Τα τελευταία 10 χρόνια πολύ βελτιωμένες καταγραφές παρέχονται από τον αισθητήρα VIIRS της αποστολής SUOMI.
«Στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο σκεφτήκαμε να ερευνήσουμε τι έχουν να μας πουν τα νυχτερινά φώτα για την πατρίδα μας» λέει στην «Κ» η Αλεξάνδρα Γκεμιτζή, καθηγήτρια στο Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, η οποία ηγήθηκε μιας ενδιαφέρουσας έρευνας στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Εργαστηρίου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης και Αντιρρυπαντικής Τεχνολογίας Ατμοσφαιρικών Ρύπων.
«Τοπικό Ακαθάριστο Προϊόν»
«Κάθε χρονική και χωρική μεταβολή στον φωτισμό μιας περιοχής μας λέει και μια διαφορετική ιστορία» σημειώνει και προσθέτει ότι πρόσφατες δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά δείχνουν ξεκάθαρη σύνδεση του νυχτερινού φωτισμού με το «Τοπικό Ακαθάριστο Προϊόν» (Regional Domestic Product).
Στην ουσία, οι καταγραφές των νυχτερινών φώτων είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο αφού μπορούν να αναδείξουν περιοχές όπου η ανάπτυξη επιφέρει επιπτώσεις σε ευαίσθητα οικοσυστήματα, να οριοθετήσουν πόλεις και οικισμούς και να χαρτογραφήσουν τις ανθρωπογενείς εκπομπές CO2. Επιπλέον, οι καταγραφές μπορούν να εκτιμήσουν τις μεταβολές στους απομακρυσμένους πληθυσμούς, να εντοπίσουν περιοχές υπό συνθήκες φτώχειας, να εκτιμήσουν την αστάθεια του ηλεκτρικού δικτύου αλλά και να καθορίσουν τις επιπτώσεις διαφόρων παγκόσμιων κρίσεων (όπως η πανδημία COVID). O υπερ-φωτισμός μιας περιοχής συνδέεται με έντονη χρήση ενεργειακών πόρων ενώ θεωρείται δεδομένο πως κουράζει και τα εναπομείναντα οικοσυστήματα.
Μελέτη: Πόσο κορεσμένη τουριστικά είναι η Ελλάδα;
Η ερευνητική ομάδα του Δημοκρίτειου επεξεργάστηκε τις δορυφορικές καταγραφές Visible Infrared Imaging Radiometer Suite (VIIRS), τα πλέον αξιόπιστα δεδομένα για νυχτερινό φωτισμό, για κάθε δήμο της Ελλάδας. Η εργασία κατέληξε σε μια χρονοσειρά για τα τελευταία 10 χρόνια, για κάθε περιοχή της χώρας μας.
Αφού από τα δεδομένα αφαιρέθηκαν ακραίες τιμές που συνδέονται με φωτιές (π.χ. περιοχή Εβρου τον Αύγουστο του 2023), για κάθε χρονοσειρά η ομάδα υπολόγισε τη διάμεσο τιμή (ως δείκτη του μέσου φωτισμού του κάθε δήμου) και ανέλυσε την τάση (αν αυξάνεται ή μειώνεται ο φωτισμός και κατά πόσο) αλλά και την εποχικότητα (αν έχουμε μεγάλες διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων περιόδων του έτους).
Το μοτίβο της Μυκόνου
Στους χάρτες που παραχώρησε η ομάδα στην «Κ» μπορεί κάποιος να εντοπίσει τις περιοχές όπου η ένταση, η εποχικότητα ή η χρονική τάση έχουν συγκεκριμένα μοτίβα.
Τα αστικά κέντρα της χώρας μας, όπου ο νυχτερινός φωτισμός έχει πολύ μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με την ύπαιθρο, διακρίνονται εύκολα. Ξεχωρίζουν όπως είναι αναμενόμενο η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Λάρισα, η Πάτρα, το Ηράκλειο, τα Γιάννενα.
Σύμφωνα με την κ. Γκεμιτζή, στην Ελλάδα μπορούμε να διακρίνουμε κάποια χαρακτηριστικά μοτίβα νυχτερινού φωτισμού, όπως αυτό των περιοχών με έντονη τουριστική δραστηριότητα.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρονική εξέλιξη του νυχτερινού φωτισμού της Μυκόνου την τελευταία δεκαετία. Στην ουσία η Μύκονος μέσα σε μια δεκαετία εξαπλασίασε τον νυχτερινό φωτισμό της. Ομως εκτός από την αύξηση της φωτεινότητας στη συγκεκριμένη περιοχή παρατηρείται και μια διαρκώς αυξανόμενη εποχικότητα, δηλαδή αύξηση των κορυφών του γραφήματος τους καλοκαιρινούς μήνες (με μια μικρή εξαίρεση το καλοκαίρι του 2020 που συνδέεται με την περίοδο COVID). «Αυτή η παρατήρηση, σε συνδυασμό με την έντονη εποχικότητα για μια μικρή περιοχή όπως ένα νησί στο μέγεθος της Μυκόνου, δημιουργεί μια πρώτη εντύπωση μη βιώσιμης ανάπτυξης η οποία θα πρέπει να επανεξεταστεί» σημειώνει η κ. Γκεμιτζή.
Αυτή η παρατήρηση, σε συνδυασμό με την έντονη εποχικότητα για μια μικρή περιοχή όπως η Μύκονος, δημιουργεί μια πρώτη εντύπωση μη βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία θα πρέπει να επανεξεταστεί.
Σ’ ένα άλλο διάγραμμα αποτυπώνεται η χρονοσειρά του μέσου νυχτερινού φωτισμού όλης της Ελλάδας. Σύμφωνα με την κ. Γκεμιτζή, η χώρα μας ακολουθεί μια αυξητική πορεία του μέσου νυχτερινού φωτισμού της, η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής μετά το 2017. Σε μια δεκαετία ο νυχτερινός φωτισμός στη χώρα μας αυξήθηκε κατά περίπου 60%. «Από το 2014 μέχρι το 2017 παρατηρούμε μια ήπια πορεία με κάποιες αναμενόμενες εξάρσεις τις Πρωτοχρονιές. Από το 2017 και μετά αρχίζει μια σταδιακή, έντονη άνοδος» σημειώνει η καθηγήτρια.
Η ίδια τονίζει πως η αύξηση αυτή δεν συνδέεται με αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμού, δεδομένου ότι η απογραφή του 2021 έδειξε ότι ο πληθυσμός της χώρας μας μειώθηκε κατά 3,1% το διάστημα 2011 – 2021. Η αύξηση αυτή πιθανώς συνδέεται με την ανάπτυξη που εμφανίζει η χώρα μας από το 2017 και μετά, μια περίοδο που ακολουθεί την παρατεταμένη περίοδο οικονομικής κρίσης.
Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο.